ἐπάγγελμα: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπάγγελμα''': τό, [[ἀγγελία]], [[ἄγγελμα]], Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι [[ἄνευ]] σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας [[τότε]] Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου [[ἐπάγγελμα]] [[ψεῦδος]] γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. [[ἐπαγγέλλω]] 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, [[ἐκκλησία]], [[συνέλευσις]] Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. [[ἐπαγγελία]]. 5) [[διαταγή]], [[προσταγή]], Λεόντ. Μοναχ. 693Α. | |lstext='''ἐπάγγελμα''': τό, [[ἀγγελία]], [[ἄγγελμα]], Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι [[ἄνευ]] σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας [[τότε]] Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου [[ἐπάγγελμα]] [[ψεῦδος]] γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. [[ἐπαγγέλλω]] 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, [[ἐκκλησία]], [[συνέλευσις]] Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, [[ἔνθα]] διάφ. γρ. [[ἐπαγγελία]]. 5) [[διαταγή]], [[προσταγή]], Λεόντ. Μοναχ. 693Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> déclaration, promesse ; chose promise;<br /><b>2</b> τὰ ἐπαγγέλματα les comices <i>à Rome</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπαγγέλλω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A promise, profession, D.19.178 (pl.); τὸ Πρωταγόρου ἐ. Arist.Rh.1402a25, cf. Pl.Prt.319a; ὑπὸ τοῦ μεγέθους τοῦ ἐ. οὐδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν Id.Euthd.274a: pl., Metrod. ap. Phld. Rh.1.88S.; ἐπαγγέλματι, opp. κατ' ἀλήθειαν, S.E.M.1.182. 2 subject of a treatise, that which it purports to contain, τὸ ἐ. τοῦ λόγου D.H.Dem.33; τὸ ἐ. τοῦ συγγράμματος Ael.Tact.Praef.7. 3 = ἐπαγγελία 7, Crito ap.Gal.13.878, Id. ap. Aët.15.16. 4 art, profession, τὸ ἐ. τῆς ἀοτοποιΐας M.Ant.3.2.
German (Pape)
[Seite 893] τό, Ankündigung; D. Hal. de vi Dem. 33; das Versprechen, καὶ ὑποσχέσεις 19, 178; wie professio, das Fach, zu welchem sich Einer bekennt, ἐπαγγέλλεσθαι Plat. Prot. 319 a Euthyd. 274 a. Dah. ἐπαγγέλματι μέν εἰσι τέχναι dem κατ' ἀλήθειαν entggstzt, Sext. Emp. adv. gramm. 182.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπάγγελμα: τό, ἀγγελία, ἄγγελμα, Διον. Ἀλ. π. Δημ. 33. 2) τὸ ὑπισχνεῖσθαι ἄνευ σκοποῦ ἐκτελέσεως, ταῖς ὑποσχέσεσι καὶ τοῖς ἐπαγγέλμασι τοῖς τούτου προκαταληφθέντας τότε Δημ. 397· 3· τὸ Πρωταγόρου ἐπάγγελμα ψεῦδος γάρ ἔστι καὶ οὐκ ἀληθές, ἀλλὰ φαινόμενον εἰκὸς Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 11. 3) ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 274Α, Πρωτ. 319Α: πρβλ. ἐπαγγέλλω 5. 4) ἐν τῷ πληθ. = τῷ Λατ. comitia, ἐκκλησία, συνέλευσις Ρωμαίων πολιτῶν, Πλούτ. 2. 276C, ἔνθα διάφ. γρ. ἐπαγγελία. 5) διαταγή, προσταγή, Λεόντ. Μοναχ. 693Α.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 déclaration, promesse ; chose promise;
2 τὰ ἐπαγγέλματα les comices à Rome.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.