ἐπωμίς: Difference between revisions
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπωμίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὦμος]]) τὸ ὑπερέχον [[ἄκρον]] τοῦ βραχίονος [[ἔνθα]] συνδέεται [[μετὰ]] τοῦ ὀστοῦ τῆς κλειδός, «τὸ ὑπερέχον τοῦ βραχίονος ἀκρωμία καὶ ὤμου κεφαλὴ καὶ ἐπωμὶς καὶ ἀκροκώλια» ([[Πολυδ]]. Β.΄ 137), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, πρβλ. Greenhill Θεόφρ. 199. 9· κατὰ τὸν Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1) τὸ ὀπίσθιον αὐχένος [[μόριον]] [[ἐπωμίς]]: ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6. 14. 2) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὁ [[ὦμος]], Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 143, Ἀνθ. Π. 9. 588. 3) τὸ [[μέτωπον]] ἢ τὸ ὑψηλότατον [[μέρος]] τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. ΙΙ. τὸ [[μέρος]] τοῦ γυναικείου χιτῶνος τὸ ὁποῖον ἐκαρφώνετο παρὰ τὸν ὦμον διὰ περονῶν, ἡ τοῦ ὤμου [[ταινία]], Εὐρ. Ἑκ. 558, φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος Χαιρήμων παρ' Ἀθην. 608Β: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ ἐρέτου, Εὐρ. Ι. Τ. 1404· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 425. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπωμίς]], [[εἶδος]] περιβολαίου», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπωμίδα· ὡς [[λέντιον]], ἱερατικὸν [[περιβόλαιον]]». 2) = τῷ Ἑβρ. ἐφώδ. [[ὅπερ]] ἐφόρουν οἱ Ἰουδαῖοι ἱερεῖς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 6, ΚΘ΄, 30). 3) = [[ὠμοφόριον]], Ἀποφθεγμ. Πατέρων 284Α. 4) = [[παραστάς]], [[θύρα]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΜΑ΄, 2). | |lstext='''ἐπωμίς''': -ίδος, ἡ, ([[ὦμος]]) τὸ ὑπερέχον [[ἄκρον]] τοῦ βραχίονος [[ἔνθα]] συνδέεται [[μετὰ]] τοῦ ὀστοῦ τῆς κλειδός, «τὸ ὑπερέχον τοῦ βραχίονος ἀκρωμία καὶ ὤμου κεφαλὴ καὶ ἐπωμὶς καὶ ἀκροκώλια» ([[Πολυδ]]. Β.΄ 137), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, πρβλ. Greenhill Θεόφρ. 199. 9· κατὰ τὸν Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1) τὸ ὀπίσθιον αὐχένος [[μόριον]] [[ἐπωμίς]]: ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6. 14. 2) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὁ [[ὦμος]], Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 143, Ἀνθ. Π. 9. 588. 3) τὸ [[μέτωπον]] ἢ τὸ ὑψηλότατον [[μέρος]] τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. ΙΙ. τὸ [[μέρος]] τοῦ γυναικείου χιτῶνος τὸ ὁποῖον ἐκαρφώνετο παρὰ τὸν ὦμον διὰ περονῶν, ἡ τοῦ ὤμου [[ταινία]], Εὐρ. Ἑκ. 558, φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος Χαιρήμων παρ' Ἀθην. 608Β: - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ ἐρέτου, Εὐρ. Ι. Τ. 1404· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 425. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «[[ἐπωμίς]], [[εἶδος]] περιβολαίου», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπωμίδα· ὡς [[λέντιον]], ἱερατικὸν [[περιβόλαιον]]». 2) = τῷ Ἑβρ. ἐφώδ. [[ὅπερ]] ἐφόρουν οἱ Ἰουδαῖοι ἱερεῖς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 6, ΚΘ΄, 30). 3) = [[ὠμοφόριον]], Ἀποφθεγμ. Πατέρων 284Α. 4) = [[παραστάς]], [[θύρα]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΜΑ΄, 2). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> le haut de l’épaule;<br /><b>2</b> partie (d’un vêtement de femme) attachée sur l’épaule.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὦμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὦμος)
A the point of the shoulder, where it joins the collar-bone, Hp.Art.1, al., X.Mem.3.10.13, Gal.2.273, etc.; the adjacent part of the collar-bone, Poll.2.133 ; acc. to Arist.HA493a9, back part of the neck: pl., Id.Phgn.810b35. 2 Poet., shoulder, Achae.4, Call.Del.143, AP9.588 (Alc. Mess.). 3 part of a ship, Archimel. ap. Ath.5.209d (s.v.l.). 4 in pl., leaves of a folding-door, LXX Ez.41.2. II part of the women's tunic that was fastened on the shoulder by brooches, shoulder-strap, E. Hec.558, Chaerem.14.2, Apollod.Car.4, IG11(2).287 A87 (iii B. C.); tunic of a rower, E.IT1404 ; the high-priest's ephod, LXX Ex.28.6, Ph.2.151, al.
German (Pape)
[Seite 1015] ίδος, ἡ, die Oberschulter, der obere Thet; der Schulter, wo sich die Schlüsselbeine mit dem Schulterblatte vereinigen, Medic.; u. nach Arist. H. A. 1, 12 τὸ ὀπίσθιον αὐχένος μόριον, Physiogn. 6; Medic. Bei Dichtern die Schultern selbst, γυμνὰς ἐκ χειρῶν ἐπωμίδας κώπῃ προσαρμόσαντες Eur. I. T. 1404; πέπλους ἐξ ἄκρας. ἐπωμίδος ἔῤῥηξε Hec. 558; κλειδῶν καὶ ἐπωμίδων Xen. Mem. 3, 10, 13; vgl. Achaeuz bei Ath. IX, 414, d. – Bei Archimel. 1 (App. 15) heißt der Obertheil des Schiffes so. – Auch ein Unterkleid der Frauen, φ αίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος cοmic, bei Ath. XIII, 608 b; vgl. Poll. 7, 49; auch der Sklaven, i, d. 4, 119; vgl. Apollod. Car. E. M. 311, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπωμίς: -ίδος, ἡ, (ὦμος) τὸ ὑπερέχον ἄκρον τοῦ βραχίονος ἔνθα συνδέεται μετὰ τοῦ ὀστοῦ τῆς κλειδός, «τὸ ὑπερέχον τοῦ βραχίονος ἀκρωμία καὶ ὤμου κεφαλὴ καὶ ἐπωμὶς καὶ ἀκροκώλια» (Πολυδ. Β.΄ 137), Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 13, πρβλ. Greenhill Θεόφρ. 199. 9· κατὰ τὸν Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 12, 1) τὸ ὀπίσθιον αὐχένος μόριον ἐπωμίς: ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 6. 14. 2) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὁ ὦμος, Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 414D, Καλλ. εἰς Δῆλ. 143, Ἀνθ. Π. 9. 588. 3) τὸ μέτωπον ἢ τὸ ὑψηλότατον μέρος τοῦ πλοίου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 15. ΙΙ. τὸ μέρος τοῦ γυναικείου χιτῶνος τὸ ὁποῖον ἐκαρφώνετο παρὰ τὸν ὦμον διὰ περονῶν, ἡ τοῦ ὤμου ταινία, Εὐρ. Ἑκ. 558, φαίνουσα μαστὸν λελυμένης ἐπωμίδος Χαιρήμων παρ' Ἀθην. 608Β: - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ χιτῶνος τοῦ ἐρέτου, Εὐρ. Ι. Τ. 1404· ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 425. - Κατὰ Σουΐδ. «ἐπωμίς, εἶδος περιβολαίου», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «ἐπωμίδα· ὡς λέντιον, ἱερατικὸν περιβόλαιον». 2) = τῷ Ἑβρ. ἐφώδ. ὅπερ ἐφόρουν οἱ Ἰουδαῖοι ἱερεῖς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 6, ΚΘ΄, 30). 3) = ὠμοφόριον, Ἀποφθεγμ. Πατέρων 284Α. 4) = παραστάς, θύρα, Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΜΑ΄, 2).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 le haut de l’épaule;
2 partie (d’un vêtement de femme) attachée sur l’épaule.
Étymologie: ἐπί, ὦμος.