Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔογκος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5.
|lstext='''εὔογκος''': -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ [[ὀγκώδης]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ [[κοιλία]] ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ [[ἄγαν]] εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ [[εὔογκος]] [[εἶναι]] γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. [[φωνή]], ἠχηρὰ [[φωνή]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., [[βαρύς]], [[σπουδαῖος]], ἀντίθετ. τῷ [[εὐτελής]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν [[ὕφος]] Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. [[μέτριος]] τὸν ὄγκον, [[συμπαγής]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον [[μετὰ]] τοῦ [[μικρός]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - [[φορητός]], [[εὐμετακόμιστος]], ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, [[εὔπεπτος]], μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, [[μετὰ]] ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> d’un volume gros, fort ; τῆς λέξεως τὸ εὔογκον PLUT plénitude <i>ou</i> force du style;<br /><b>2</b> d’un volume maniable, d’une grosseur convenable.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ὄγκος]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔογκος Medium diacritics: εὔογκος Low diacritics: εύογκος Capitals: ΕΥΟΓΚΟΣ
Transliteration A: eúonkos Transliteration B: euonkos Transliteration C: eyogkos Beta Code: eu)/ogkos

English (LSJ)

ον,

   A of good size, bulky, massive, Hp. Art.23; κοιλίη Id.Prog.11; οὐδ' ἄγαν εὔ. E.Fr.688.3; εὔ. εἶναι γαστρὶ μὴ πληρουμένῃ Trag.Adesp.546.5; εὔ. φωνή a full, rich voice, opp. ψιλή, Philoch.66: Comp., -ότεραι ἀπὸ τῶν ἰσχίων Sor. 2.53: metaph., weighty, important, opp. εὐτελής, Arist.Rh.1408a12: Comp., Phld.Po. 2.38.    II of moderate or convenient bulk, compact, Aen. Tact.29.6 (Comp.), 31.23 (Sup.), Arist.Mete.380a5 (Comp.), GA766b20, Mnesith. ap.Ath.7.357f, etc.; portable, Thphr.HP9.16.8; τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Plu.2.969e; στρατόπεδον of manageable size, Polyaen.5.16.1: metaph., τῆς λέξεως τὸ εὔ. compact, concise, of γνῶθι σεαυτόν, Plu.2.511b. Adv. -κως, διάγειν preserve a moderate embonpoint, Diocl.Fr.141.

German (Pape)

[Seite 1084] 1) von großem Umfange, εὐογκότερον καὶ παχύτερον Arist. meteor. 4, 3; daher dem εὐτελές entgegengesetzt, groß u. wichtig, rhet. 3, 7; φωνή, volle Stimme, im Ggstz von ψιλή, Philoch. Ath. XIV, 637 f. – 21 von gutem Umfange, so daß man es leicht fassen, bequem handhaben kann, Eur. Stob. flor. 97, 17; Hippocr. u. Sp.; VLL. εὐβάστακτος. Auch übertr., τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ λιτόν Plut. de garrul. 17.

Greek (Liddell-Scott)

εὔογκος: -ον, ἔχων καλὸν ὄγκον, ἀρκετὸν ὄγκον, κλινούσης τῆς λέξεως εἰς τὴν σημασίαν τοῦ ὀγκώδης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795˙ κοιλία ὁ αὐτ. ἐν Προγν. 40˙ οὐδ’ ἄγαν εὔ. Εὐρ. Ἀποσπ. 689˙ εὔογκος εἶναι γαστρί, μὴ ἐσθίειν πολλά, Ποιητ. παρὰ Στοβ. Τίτ. 97. 17˙ εὔ. φωνή, ἠχηρὰ φωνή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ψιλή, Φιλόχορ. 66: - μεταφ., βαρύς, σπουδαῖος, ἀντίθετ. τῷ εὐτελής, Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 2˙ θαυμάσαντες τῆς λέξεως τὸ εὔογκον καὶ τὸ λιτὸν ὕφος Πλούτ. 2. 511Β. ΙΙ. μέτριος τὸν ὄγκον, συμπαγής, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 2, 6, π. Ζ. Γεν. 4. 1, 41˙ συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ μικρός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 8: - φορητός, εὐμετακόμιστος, ὁ αὐτ. 9. 16, 8˙ τὰ εὔ. τῶν ἀναθημάτων Πλούτ. 2. 969Ε. 2) ἐπὶ χόρτων καὶ βοτανῶν, εὔπεπτος, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἀθηναίου. - Ἐπίρρ. εὐόγκως, μετὰ ἐπαρκοῦς ὄγκου, Διοκλ. παρ’ Ὀρειβασ. ΙΙΙ. 173. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 d’un volume gros, fort ; τῆς λέξεως τὸ εὔογκον PLUT plénitude ou force du style;
2 d’un volume maniable, d’une grosseur convenable.
Étymologie: εὖ, ὄγκος.