εὐαγγελίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαγγελίζομαι''': παρατ. παρὰ Παυσ.: μετοχ. μέλλ. -ιούμενος Λουκ. Ἰκαρομ. 34: ἀόρ., Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτέρω: - ἐνεργητ., Ἑβδ. (Α΄, Νόμ. ΛΑ΄, 9), Ἀποκάλ. Ἰωάνν. ι΄, 7., ιδ΄, 6: ὑπερσ. εὐηγγελίκειν, ἀμφίβ. παρὰ Δίωνι Κ. 61. 13 ([[εὐάγγελος]]): Ἀποθ. Ἀγγέλω εὐάρεστα νέα, εὐχαρίστους εἰδήσεις, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 643, πρβλ. Φρύν. Κωμῳδὸν ἐν «Σατύροις» 1, Δημ. 332. 9· εὐτυχίας τινὶ Λυκοῦργ. 150. 7· ὠσαύτως, τινά τι Ἀλκίφρ. 3. 12, Ἡλιόδ. 2. 10· εὐ. ὅτι…, Θεοφρ. Χαρ. 17· τινὶ ὅτι.., Λουκ. Φιλοψ. 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Μάρ. 22. ΙΙ. κηρύττω ἢ ἀναγγέλω, [[διακηρύττω]] ὡς χαροποιὸν [[ἄγγελμα]], τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 43, κτλ.· εἰρήνην Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 17, κτλ. 2) ἀπολ., κυρήττω τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄. 18, κτλ.: μετ’ αἰτ. προσ., κηρύττω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν καλὴν ἀγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τῷ αὐτῷ γ΄, 18, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 25· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς εὐηγγέλισε τοῖς [[ἑαυτοῦ]] δούλοις τοῖς προφήταις Ἀποκάλ. Ἰωάννου ι΄, 7 ([[ἔνθα]] τοὺς δούλους [[εἶναι]] ἡ προτιμοτέρα γραφή), ιδ΄, 6· εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ Ἐβδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.): - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ, [[εὐαγγελίζομαι]] τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 5, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. δ΄, 2 καὶ 6· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου, κηρύττομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 16, Ἐπιστ. π. Γαλ. α΄, 11. - Ἐν τῇ λειτουργικῇ: [[ἀναγιγνώσκω]] τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας: [[εἰρήνη]] σοι τῷ εὐαγγελιζομένῳ Εὐχολόγ. σ. 54.
|lstext='''εὐαγγελίζομαι''': παρατ. παρὰ Παυσ.: μετοχ. μέλλ. -ιούμενος Λουκ. Ἰκαρομ. 34: ἀόρ., Ἀριστοφ. [[ἔνθα]] κατωτέρω: - ἐνεργητ., Ἑβδ. (Α΄, Νόμ. ΛΑ΄, 9), Ἀποκάλ. Ἰωάνν. ι΄, 7., ιδ΄, 6: ὑπερσ. εὐηγγελίκειν, ἀμφίβ. παρὰ Δίωνι Κ. 61. 13 ([[εὐάγγελος]]): Ἀποθ. Ἀγγέλω εὐάρεστα νέα, εὐχαρίστους εἰδήσεις, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 643, πρβλ. Φρύν. Κωμῳδὸν ἐν «Σατύροις» 1, Δημ. 332. 9· εὐτυχίας τινὶ Λυκοῦργ. 150. 7· ὠσαύτως, τινά τι Ἀλκίφρ. 3. 12, Ἡλιόδ. 2. 10· εὐ. ὅτι…, Θεοφρ. Χαρ. 17· τινὶ ὅτι.., Λουκ. Φιλοψ. 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Μάρ. 22. ΙΙ. κηρύττω ἢ ἀναγγέλω, [[διακηρύττω]] ὡς χαροποιὸν [[ἄγγελμα]], τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 43, κτλ.· εἰρήνην Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 17, κτλ. 2) ἀπολ., κυρήττω τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄. 18, κτλ.: μετ’ αἰτ. προσ., κηρύττω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν καλὴν ἀγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τῷ αὐτῷ γ΄, 18, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 25· [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς εὐηγγέλισε τοῖς [[ἑαυτοῦ]] δούλοις τοῖς προφήταις Ἀποκάλ. Ἰωάννου ι΄, 7 ([[ἔνθα]] τοὺς δούλους [[εἶναι]] ἡ προτιμοτέρα γραφή), ιδ΄, 6· εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ Ἐβδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.): - [[ἐντεῦθεν]] ἐν τῷ Παθ, [[εὐαγγελίζομαι]] τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 5, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. δ΄, 2 καὶ 6· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου, κηρύττομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 16, Ἐπιστ. π. Γαλ. α΄, 11. - Ἐν τῇ λειτουργικῇ: [[ἀναγιγνώσκω]] τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας: [[εἰρήνη]] σοι τῷ εὐαγγελιζομένῳ Εὐχολόγ. σ. 54.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> εὐηγγελιζόμην, <i>f.</i> εὐαγγελιοῦμαι;<br />annoncer une bonne nouvelle : τινι [[ὅτι]] annoncer à qqn la bonne nouvelle que.<br />'''Étymologie:''' [[εὐαγγελία]].
}}
}}

Revision as of 19:58, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαγγελίζομαι Medium diacritics: εὐαγγελίζομαι Low diacritics: ευαγγελίζομαι Capitals: ΕΥΑΓΓΕΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: euangelízomai Transliteration B: euangelizomai Transliteration C: evaggelizomai Beta Code: eu)aggeli/zomai

English (LSJ)

impf., Paus. 4.19.5: fut. part. -ιούμενος J.AJ6.4.2, 18.6.10, Luc.Icar.34: aor. (v. infr.):—Act., only in later Gr., LXX 1 Ki.31.9, Apoc.10.7, PGiss. 27.6 (ii A.D.): plpf. εὐηγγελίκειν dub. in D.C.61.13: (εὐάγγελος):—

   A bring good news, announce them, λόγους ἀγαθοὺς φέρων εὐαγγελίσασθαί τινι Ar.Eq.643, cf. Phryn.Com.44, D.18.323; τὴν εὐτοκίαν Sor. 1.70; εὐτυχίας τῇ πατρίδι Lycurg.18; πρός σε ταῦτα Men. Georg. 83; also τινά τι J.AJ18.6.10, Alciphr.3.12, Hld.2.10; εὐ. ὅτι . . Thphr.Char.17.7; τινι ὅτι . . Luc.Philops.31: c. acc. et inf., Plu. Mar.22:—Act., εὐ. τὰ τῆς νίκης PGiss.l.c.; τισιν ὡς . . Polyaen.5.7:—Pass., receive good tidings, ἐν ᾗ -ίσθη ἡ πόλις ἡμέρᾳ AJA18.323 (Sardes, i B.C.).    II preach or proclaim as glad tidings, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Ev.Luc.4.43, etc.; εἰρήνην ὑμῖν Ep.Eph.2.17, etc.    2 abs., proclaim glad tidings, πτωχοῖς LXX Is.61.1, cf. Ev.Luc.4.18, etc.: c. acc., preach the glad tidings of the gospel to, τὸν λαόν ib.3.18; κώμας τῶν Σαμαρειτῶν Act.Ap.8.25:—so in Act., Apoc. 10.7; τινι LXX 1 Ki.31.9:—Pass., have the gospel preached to one, Ev.Matt.11.5, Ep.Hebr.4.2,6; also of the gospel, to be preached, Ev.Luc. 16.16, Ep.Gal.1.11.

German (Pape)

[Seite 1054] (εὐάγγελος), eine gute Botschaft bringen, Erfreuliches verkünden, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαι ὑμῖν βούλομαι Ar. Equ. 643; Dem. 18, 323; μεγάλας εὐτυχίας Lycurg. 18; Sp., auch ταῦτά σε οὖν εὐαγγ., Alciphr. 3, 12, wie Hel. 2, 10; N. T, z. B. πτωχοὶ εὐαγγελίζονται Matth. 11, 5; vgl. Hebr. 4, 2. 6, wo auch wie bei D. Cass. 61, 13 das activ. εὐηγγελίκει sich findet; – Etwas als gute Vorbedeutung ansehen, Iambl. – Augm. εὐηγγελιζόμην, vgl. Lob. zu Phryn. 269.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαγγελίζομαι: παρατ. παρὰ Παυσ.: μετοχ. μέλλ. -ιούμενος Λουκ. Ἰκαρομ. 34: ἀόρ., Ἀριστοφ. ἔνθα κατωτέρω: - ἐνεργητ., Ἑβδ. (Α΄, Νόμ. ΛΑ΄, 9), Ἀποκάλ. Ἰωάνν. ι΄, 7., ιδ΄, 6: ὑπερσ. εὐηγγελίκειν, ἀμφίβ. παρὰ Δίωνι Κ. 61. 13 (εὐάγγελος): Ἀποθ. Ἀγγέλω εὐάρεστα νέα, εὐχαρίστους εἰδήσεις, λόγους ἀγαθοὺς εὐαγγελίσασθαί τινι Ἀριστοφ. Ἱππ. 643, πρβλ. Φρύν. Κωμῳδὸν ἐν «Σατύροις» 1, Δημ. 332. 9· εὐτυχίας τινὶ Λυκοῦργ. 150. 7· ὠσαύτως, τινά τι Ἀλκίφρ. 3. 12, Ἡλιόδ. 2. 10· εὐ. ὅτι…, Θεοφρ. Χαρ. 17· τινὶ ὅτι.., Λουκ. Φιλοψ. 31· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλουτ. Μάρ. 22. ΙΙ. κηρύττω ἢ ἀναγγέλω, διακηρύττω ὡς χαροποιὸν ἄγγελμα, τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 43, κτλ.· εἰρήνην Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 17, κτλ. 2) ἀπολ., κυρήττω τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄. 18, κτλ.: μετ’ αἰτ. προσ., κηρύττω εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν καλὴν ἀγγελίαν τοῦ Εὐαγγελίου, παρὰ τῷ αὐτῷ γ΄, 18, Πράξ. Ἀποστ. η΄, 25· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., ὡς εὐηγγέλισε τοῖς ἑαυτοῦ δούλοις τοῖς προφήταις Ἀποκάλ. Ἰωάννου ι΄, 7 (ἔνθα τοὺς δούλους εἶναι ἡ προτιμοτέρα γραφή), ιδ΄, 6· εὐαγγελίζοντες τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ Ἐβδ. (ἔνθ’ ἀνωτ.): - ἐντεῦθεν ἐν τῷ Παθ, εὐαγγελίζομαι τὸ Εὐαγγέλιον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 5, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. δ΄, 2 καὶ 6· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ Εὐαγγελίου, κηρύττομαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 16, Ἐπιστ. π. Γαλ. α΄, 11. - Ἐν τῇ λειτουργικῇ: ἀναγιγνώσκω τὸ Εὐαγγέλιον τῆς ἡμέρας: εἰρήνη σοι τῷ εὐαγγελιζομένῳ Εὐχολόγ. σ. 54.

French (Bailly abrégé)

impf. εὐηγγελιζόμην, f. εὐαγγελιοῦμαι;
annoncer une bonne nouvelle : τινι ὅτι annoncer à qqn la bonne nouvelle que.
Étymologie: εὐαγγελία.