θέλυμνα: Difference between revisions
From LSJ
ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θέλυμνα''': -ων, τά, = [[θέμεθλα]], τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]]· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά. | |lstext='''θέλυμνα''': -ων, τά, = [[θέμεθλα]], τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. [[προθέλυμνος]], [[τετραθέλυμνος]]· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />fondements des choses.<br />'''Étymologie:''' R. Θε, poser ; cf. [[τίθημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ων, τά,= θέμεθλα,
A foundations or elements of things, θ. τε καὶ στερεωπά cj. for θελημνά, θελημά, Emp.21.6. (Cf. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος.)
Greek (Liddell-Scott)
θέλυμνα: -ων, τά, = θέμεθλα, τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
fondements des choses.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.