κακόδοξος: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(6_17) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκόδοξος''': -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) [[ἄνευ]] φήμης, [[ἄγνωστος]], Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν [[δοξασία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C. | |lstext='''κᾰκόδοξος''': -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) [[ἄνευ]] φήμης, [[ἄγνωστος]], Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν [[δοξασία]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de mauvais renom, peu estimé;<br /><i>Cp.</i> κακοδοξότερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δόξα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in ill repute, oflow reputation, Thgn.195, X.Ages.4.1: Comp. -ότερος Pl.Min.321a; of things, inglorious, νίκα E.Andr.778(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1299] von schlechtem Rufe, übel berüchtigt; νίκη Eur. Andr. 778; Plat. Min. 321 a; Xen. Ages. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκόδοξος: -ον, ἔχων κακὴν δόξαν: δηλ., 1) ἄνευ φήμης, ἄγνωστος, Θέογν. 195. 2) ἔχων κακὴν φήμην, Εὐρ. Ἀνδρ. 778, Ξεν. Ἀγησ. 4, 1. - Συγκρ. -ότερος Πλάτ. Μίν. 321Α. ΙΙ. ἐκκλησ., ὁ μὴ δοξάζων ὀρθῶς, μὴ ἔχων ὀρθὴν δοξασία, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ὀρθόδοξος, Ἀθαν. Ι. 213C.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais renom, peu estimé;
Cp. κακοδοξότερος.
Étymologie: κακός, δόξα.