κεραμεῖον: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κερᾰμεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, κεραμέως [[ἐργαστήριον]], Αἰσχίν. 70. 22. ΙΙ. = [[κεράμιον]], Βίος Ὁμ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 158. 33· οὕτω κεραμαῖον οἴνου Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61. | |lstext='''κερᾰμεῖον''': Ἰων. -ήϊον, τό, κεραμέως [[ἐργαστήριον]], Αἰσχίν. 70. 22. ΙΙ. = [[κεράμιον]], Βίος Ὁμ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 158. 33· οὕτω κεραμαῖον οἴνου Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />atelier de poterie.<br />'''Étymologie:''' [[κεραμεύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
τό,
A potter's workshop, Aeschin.3.119, IG22.1635.143, PSI4.445.2 (iii B.C.). II Ion. κερᾰμ-ήϊον, = κεράμιον, Hom. Epigr.14.14.
German (Pape)
[Seite 1420] τό, die Töpferwerkstatt, Aesch. 3, 119; nach Hesych. auch Laden, wo irdene Waaren verkauft werden.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, κεραμέως ἐργαστήριον, Αἰσχίν. 70. 22. ΙΙ. = κεράμιον, Βίος Ὁμ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 158. 33· οὕτω κεραμαῖον οἴνου Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de poterie.
Étymologie: κεραμεύς.