πολλαχοῦ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολλᾰχοῦ''': ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, [[τοὔνομα]] γένοιτ’ ἂν [[πολλαχοῦ]] τὸ [[σῶμα]] δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ [[πολλάκις]] ἀκηκόατε [[πολλαχοῦ]] λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) [[μετὰ]] γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = [[πολλαχῆ]], [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.
|lstext='''πολλᾰχοῦ''': ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, [[τοὔνομα]] γένοιτ’ ἂν [[πολλαχοῦ]] τὸ [[σῶμα]] δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ [[πολλάκις]] ἀκηκόατε [[πολλαχοῦ]] λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) [[μετὰ]] γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = [[πολλαχῆ]], [[πολλάκις]], [[συχνάκις]], Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en beaucoup d’endroits ; [[πολλαχοῦ]] τῆς γῆς PLAT en beaucoup d’endroits de la terre;<br /><b>2</b> souvent.<br />'''Étymologie:''' *πολλαχός.
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλᾰχοῦ Medium diacritics: πολλαχοῦ Low diacritics: πολλαχού Capitals: ΠΟΛΛΑΧΟΥ
Transliteration A: pollachoû Transliteration B: pollachou Transliteration C: pollachoy Beta Code: pollaxou=

English (LSJ)

Adv.

   A in many places, τοὔνομα γένοιτ' ἂν πολλαχοῦ, τὸ σῶμα δ' οὔ E.Hel.588, cf. Pl.Smp.209e; ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος Id.Ap.31c; π. ἐν τοῖς λόγοις Id.Prt.329c; Ὅμηρος π. λέγει Id.Cra.408a; π. ἄλλοθι X.Cyr.7.1.30.    2 c. gen., π. τῆς γῆς v. l. in Pl.Phd.111a.    II = πολλαχῇ, on many grounds, interpol. in Hdt.6.122, v. l. in Isoc.4.183.

German (Pape)

[Seite 658] an vielen Orten; Eur. Hel. 594; καὶ ἄλλοι ἄλλοθι πολλ. ἄνδρες, Plat. Conv. 209 e; γῆς, Arist. u. Sp – Auch wie πολλαχῇ, vielmals, oft, Her. 6, 122; λογίζεσθαι, Isocr. 4, 183; λέγειν, Plat. Prot. 329 c u. oft.

Greek (Liddell-Scott)

πολλᾰχοῦ: ἐπίρρ., ἐν πολλοῖς τόποις ἢ μέρεσι, τοὔνομα γένοιτ’ ἂν πολλαχοῦ τὸ σῶμα δ’ οὔ Εὐρ. Ἑλλ. 588, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 209Ε, Κρατ. 408Α· ἐμοῦ πολλάκις ἀκηκόατε πολλαχοῦ λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολλ. 31C· π. ἐν τοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 329C· π. ἀλλαχόθι Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30. 2) μετὰ γεν., π. τῆς γῆς Πλάτ. Φαίδων 111Α. ΙΙ. = πολλαχῆ, πολλάκις, συχνάκις, Ἡρόδ. 6. 122, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en beaucoup d’endroits ; πολλαχοῦ τῆς γῆς PLAT en beaucoup d’endroits de la terre;
2 souvent.
Étymologie: *πολλαχός.