τάραξις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other

Source
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάραξις''': [ᾰ], ἡ, = [[ταραγμός]], [[σύγχυσις]], τοῦ βίου Ἀριστοφάν. Θεσμ. 137, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 49. ΙΙ. ἐν τῇ Ἰατρικῇ, διατάραξις ἢ [[ἀταξία]] τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 47. 18. 2) φλεγμονὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 2, σ. 389, 390, Παῦλ. Αἰγ. 3, 22.
|lstext='''τάραξις''': [ᾰ], ἡ, = [[ταραγμός]], [[σύγχυσις]], τοῦ βίου Ἀριστοφάν. Θεσμ. 137, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 49. ΙΙ. ἐν τῇ Ἰατρικῇ, διατάραξις ἢ [[ἀταξία]] τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 47. 18. 2) φλεγμονὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 2, σ. 389, 390, Παῦλ. Αἰγ. 3, 22.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />agitation, trouble.<br />'''Étymologie:''' [[ταράσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάραξις Medium diacritics: τάραξις Low diacritics: τάραξις Capitals: ΤΑΡΑΞΙΣ
Transliteration A: táraxis Transliteration B: taraxis Transliteration C: taraksis Beta Code: ta/racis

English (LSJ)

[ᾰ], εως, ἡ,

   A = ταραγμός, confusion, τοῦ βίου Ar.Th.137, cf. Ael.NA9.49.    II Medic., disorder of the bowels, Hp.Hum.1.    2 irritation of the eye, Gal.14.768, Aët.7.3, Paul.Aeg.3.22.

German (Pape)

[Seite 1070] ἡ, = ταραγμός, τοῦ βίου, Ar. Th. 137; – bei den Aerzten eine Augenkrankheit.

Greek (Liddell-Scott)

τάραξις: [ᾰ], ἡ, = ταραγμός, σύγχυσις, τοῦ βίου Ἀριστοφάν. Θεσμ. 137, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 9. 49. ΙΙ. ἐν τῇ Ἰατρικῇ, διατάραξις ἢ ἀταξία τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 47. 18. 2) φλεγμονὴ τῶν ὀφθαλμῶν, Γαλην. τ. 2, σ. 389, 390, Παῦλ. Αἰγ. 3, 22.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
agitation, trouble.
Étymologie: ταράσσω.