σημάντωρ: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σημάντωρ''': -ορος, ὁ, ([[σημαίνω]] ΙΙ) ὁ δίδων τὸ [[σημεῖον]], τὸ [[σύνθημα]], [[ἀρχηγός]], [[στρατηγός]], Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, [[ἱππηλάτης]], [[ἔφιππος]], Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, [[βουκόλος]], Ο. 325· ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων [[ἔσαν]] ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, [[ὁδηγός]], διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. [[φελλός]], ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]] ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται». | |lstext='''σημάντωρ''': -ορος, ὁ, ([[σημαίνω]] ΙΙ) ὁ δίδων τὸ [[σημεῖον]], τὸ [[σύνθημα]], [[ἀρχηγός]], [[στρατηγός]], Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, [[ἱππηλάτης]], [[ἔφιππος]], Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, [[βουκόλος]], Ο. 325· ὁ [[Ζεὺς]] καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων [[ἔσαν]] ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, [[ὁδηγός]], διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. [[φελλός]], ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), [[αὐτόθι]] 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. [[ἁπλῶς]] ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ [[μετὰ]] θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui donne le signal <i>ou</i> les ordres, qui commande, qui dirige, <i>d’où</i><br /><b>1</b> maître, chef;<br /><b>2</b> conducteur de chevaux, cocher;<br /><b>3</b> pâtre, berger;<br /><b>II.</b> qui annonce.<br />'''Étymologie:''' [[σημαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ, (
A σημαίνω 11) one who gives a signal, leader, commander, Il.4.431, cf. Od.19.314; of a horse, driver, Il.8.127; of a herd, herdsman, 15.325, Q.S.13.74; θεῶν σ., of Zeus, Hes.Sc.56; σ. ἄνδρες h.Ap.542; ἐθνέων ἦσαν ἄλλοι σ., of the subordinate officers, Hdt.7.81. 2 informer, guide, S.OT 957 (v.l. σημήνας) ; παγίδων σημάντορα φελλόν indicator of the nets, AP6.27 (Theaet.); μόλιβον, σελίδων σ. πλευρῆς (v. σελίς 11), ib.62 (Phil.), cf. 64 (Paul. Sil.). II later as Adj., even in fem., σημάντορι φωνῇ Nonn.D.37.551; σ. καπνῷ Tryph.237.
German (Pape)
[Seite 874] ορος, ὁ, der ein Zeichen, einen Befehl giebt, wie σημαντήρ; dah. Anführer, Gebieter, Herr; insbes. der Herr des Rosses, Rosselenker, Il. 8, 127; der Herr, Hüter der Heerde, Hirt, 15, 325; θεῶν σημάντωρ heißt Zeus bei Hes. Sc. 56; σημάντορες ἄνδρες, H. h. Ap. 542; der Anzeigende, der Bote, αὐτός μοι σὺ σημάντωρ γενοῦ, Soph. O. R. 957; bei Her. 7, 81 Unterbefehlshaber; öfter bei sp. D., die es ganz adjectivisch brauchen, Wern. Tryph. 237.
Greek (Liddell-Scott)
σημάντωρ: -ορος, ὁ, (σημαίνω ΙΙ) ὁ δίδων τὸ σημεῖον, τὸ σύνθημα, ἀρχηγός, στρατηγός, Ἰλ. Δ. 431, πρβλ. Ὀδ. Τ. 314· ἐπὶ ἵππου, ἱππηλάτης, ἔφιππος, Ἰλ. Θ. 127· ἐπὶ ἀγέλης, βουκόλος, Ο. 325· ὁ Ζεὺς καλεῖται θεῶν σ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 56· σημάντορες ἄνδρες Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 542· ἐθνέων ἔσαν ἄλλοι σημάντορες, ἐπὶ τῶν ὑποκειμένων ἀξιωματικῶν, Ἡρόδ. 7. 81. 2) ὁ ἀναγγέλων τι, ὁδηγός, διάφ. γραφ. παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 957· παγίδων σ. φελλός, ὁ δεικνύων τὰ δίκτυα, Ἀνθ. Π. 6. 27· μόλιβον, σελίδων σημάντορα πλευρῆς (ἴδε σελὶς ΙΙ), αὐτόθι 62, πρβλ. 64. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ἁπλῶς ὡς ἐπίθετον, ἔτι καὶ μετὰ θηλ. οὐσιαστ., σημάντορι φωνῇ Νόνν. Δ. 37. 551, πρβλ. Wern. εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-) 237. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σημάντορες· ἐπιτάκτορες, βασιλεῖς. ἡγεμόνες. ἀπὸ τοῦ σημαίνειν, ὅ ἐστι προστάσσειν· ἡνίοχοι. ἐπιστάται».
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
I. qui donne le signal ou les ordres, qui commande, qui dirige, d’où
1 maître, chef;
2 conducteur de chevaux, cocher;
3 pâtre, berger;
II. qui annonce.
Étymologie: σημαίνω.