προμηθέομαι: Difference between revisions
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η. | |lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 9 August 2017
English (LSJ)
2sg.
A προμήθεσαι Archil.(?) in PLit.Lond.54:—to be προμηθής, use forethought, take care, c. gen., σέο, μὴ πλήξω Hdt.3.78; τινὸς ὅπως . . Hierocl. in CA26p.479M.; ὑπέρ τινος Pl.Prt.316c; περί τι Id.La. 198e: abs., Hp.Vict.3.73, al.: c. inf., Alciphr.1.10: c. acc. rei, Hp.Fract.20, Pl.Cri.45a: c. acc. pers., show regard or respect for, ἑωυτόν (v.l. ἑωυτοῦ) Hdt.2.172, cf. 9.108, Syria13.256 (ii B.C.):— neut. part. προμηθεόμενον, abs. in pass. sense, care being taken, ὡς μὴ... ὅπως μὴ . ., Hp.Art.47,69.—An Act. form is found in Gal., ἡ φύσις προμηθοῦσα τῷ σώματι 15.277.
German (Pape)
[Seite 734] dep. med., vorher sorgen, fürsorgen; bei Aesch. Prom. 381 l. d.; ἑωυτοῦ, für sich selbst sorgen, Her. 2, 172, wie Plat. Crit. 44 e, auch τον ἀδελφόν, den Bruder berücksichtigen oder achten, 9, 108; ὀρθῶς προμηθεῖ ίπὲρ ἐμοῦ, Plat. Prot. 316 c d; auch ὅτι ἡ στρατηγία κάλλιστα προμηθεῖται τά τε ἄλλα καὶ περὶ τὸ μέλλον ἔσεσθαι, Lach. 198 e; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθέομαι: μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι προμηθής, φροντίζω προηγουμένως, προνοῶ περί τινος, μετὰ γεν., πρ. ἑωυτοῦ Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· περί τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― καθόλου, προσέχω, Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν περί τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., ὅπως μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ao. προὐμηθήθην;
prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. ou acc. ; προμηθεῖσθαι μή HDT veiller à ce que… ne.
Étymologie: προμηθής.