προϊάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προϊάλλω''': [[προπέμπω]], [[προεξαποστέλλω]], αὐτὰρ ἐμὲ [[Ζεὺς]] τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ [[οὐρανόθεν]] προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· [[σίαλον]] πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· [[χάριν]], ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― [[λέξις]] Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως.
|lstext='''προϊάλλω''': [[προπέμπω]], [[προεξαποστέλλω]], αὐτὰρ ἐμὲ [[Ζεὺς]] τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ [[οὐρανόθεν]] προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· [[σίαλον]] πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· [[χάριν]], ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― [[λέξις]] Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. [[ἄνευ]] αὐξήσεως.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. impf.</i> προΐαλλον;<br /><b>1</b> envoyer, faire partir, acc.;<br /><b>2</b> envoyer à qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἰάλλω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προϊάλλω Medium diacritics: προϊάλλω Low diacritics: προϊάλλω Capitals: ΠΡΟΪΑΛΛΩ
Transliteration A: proïállō Transliteration B: proiallō Transliteration C: proiallo Beta Code: proi+a/llw

English (LSJ)

[ῐ],

   A send forth or away, dismiss, discharge, τινα Il.8.365, 11.3, Od.15.370; σιάλων τὸν ἄριστον 14.18; ὀϊστὸν ἀπὸ νευρῆς Theoc. 25.235.—Ep. word, used by Hom. always in impf. without augm.

German (Pape)

[Seite 725] hervor- od. heraus-, entsenden; Hom. nur impf. ohne Augment, ἐμὲ Ζεὺς ἀπ' οὐρανόθεν προΐαλλεν, Il. 8, 365, vgl. 11, 3; ἐμὲ ἀγρόνδε προίαλλε, Od. 15, 369; Theocr. 25, 235.

Greek (Liddell-Scott)

προϊάλλω: προπέμπω, προεξαποστέλλω, αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς τῷ ἐπαλεξήσουσαν ἀπ’ οὐρανόθεν προΐαλλεν Ἰλ. Θ. 365., Λ. 3, Ὀδ. Ο., 370· σίαλον πρ. Ὀδ. Ξ. 18· ὀϊστὸν Θεόκρ. 25. 235· χάριν, ἀρωγήν τινι Ἀνθολ. Π. 1. 29. ― λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ παρατ. ἄνευ αὐξήσεως.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. προΐαλλον;
1 envoyer, faire partir, acc.;
2 envoyer à qqn, acc..
Étymologie: πρό, ἰάλλω.