σκώπτω: Difference between revisions
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(6_13a) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκώπτω''': μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, [[ὅθεν]] ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. [[Διόνυσος]] 8· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκώψ]]). Περιπαίζω, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· [[ὡσαύτως]], σκ. εἰς τὰ ῥάκια, [[ἀστεΐζομαι]] πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε. <br />β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀστεΐζομαι]] μετά τινος, [[παίζω]] ἐν λόγοις, «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, εἶμαι [[ἀστεῖος]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· [[ὥσπερ]] Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ [[σπουδάζω]], Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ». | |lstext='''σκώπτω''': μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, [[ὅθεν]] ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. [[Διόνυσος]] 8· (ἴδε ἐν λέξ. [[σκώψ]]). Περιπαίζω, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· [[ὡσαύτως]], σκ. εἰς τὰ ῥάκια, [[ἀστεΐζομαι]] πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· [[πρός]] τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε. <br />β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, [[ἀστεΐζομαι]] μετά τινος, [[παίζω]] ἐν λόγοις, «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., [[γίνομαι]] ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, εἶμαι [[ἀστεῖος]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· [[ὥσπερ]] Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - [[ἀστεΐζομαι]], [[λέγω]] ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ [[σπουδάζω]], Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· [[ἐνίοτε]] ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> σκώψω et σκώψομαι, <i>ao.</i> ἔσκωψα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐσκώφθην, <i>pf.</i> ἔσκωμμαι;<br /><b>1</b> railler, se moquer : τινα, [[εἴς]] τινα de qqn ; [[τι]] de qch ; τινα [[εἴς]] [[τι]] <i>ou</i> [[τι]] [[εἴς]] [[τι]] railler qqn <i>ou</i> qch de qch;<br /><b>2</b> plaisanter, badiner;<br /><i><b>Moy.</b></i> σκώπτομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
Ar.Pl.973, etc. (not in Hom., but
A παρα- h.Cer.203): fut. σκώψομαι Ar.Ach.854, whence Elmsl. restores σκώψει for -ῃς in Nu. 296: aor. 1 ἔσκωψα Hdt.2.121.δ, Pl.Men.80a, etc.:—Med., aor. ἐσκωψάμην Alciphr.3.57:—Pass., aor. ἐσκώφθην X.Cyr.5.2.18: pf. ἔσκωμμαι, imper. ἐσκώφθω (ἀπ-) Luc.Bacch.8:—mock, jeer, scoff at, τινας Ar.Nu.540,992, Ra.421, etc.; σ. τὴν μανίαν τινός Id.Nu.350, cf. Pax 745; τινὰ τῆς ἀμεριμνίας for his want of thought, Ach.Tat.1.7; τινὰ εἰς μαλακίαν D.18.245; τὰς Λακωνικὰς μαχαίρας εἰς τὴν μικρότητα Plu.Lyc.19; also σ. ἐς τὰ ῥάκια jest at them, Ar.Pax 740; εἴς τινα Aeschin.2.41 (v.l.); πρός τινα Pl.Thg.125e:—Pass., to be mocked, Nicol.Com.1.31. b in good sense, joke with, τινα Hdt.2.121.δ. 2 abs., jest, joke, Cratin.308, Ar.Eq.525, Nu.296, etc.; σκώψαντα εἰπεῖν X.Cyr.1.3.8; σ. καὶ κωμῳδεῖν Ar.Pl.557; σ. ἀγροίκως Id.V.1320; χλευάζειν καὶ σ. Arist.Rh.1379a29; ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν according to the joke of An., Id.EN1152a22; to be in fun, opp. to be in earnest, E.Cyc.675, X.Smp.9.5: sts. in a good sense, εὖ σκώπτειν Arist.EN1128a25; ἐμμελῶς σ. Id.Rh.1381a36. (Cf. σκώψ fin.)
German (Pape)
[Seite 909] fut. σκώψομαι, Elmsl. Ar. Ach. 278. 844, auch σκώψω, Nubb. 296, vgl. Reisig comm. crit. de Soph. O. C. 398, – spotten, scherzen; Eur. Cycl. 671; Ar. Equ. 523 Nubb. 979 u. öfter; εἴς τινα, Hegesand. bei Ath. X, 444 d; εἰς ἑαυτόν, Aesch. 2, 41; σκώπτεις τὸν λόγον ἡμῶν, verspotten, Plat. Phaedr. 264 e; πάλαι σκώπτεις καὶ παίζεις πρός με, Theag. 125 e; εἰ δεῖ τι καὶ σκῶψαι, Men. 80 a; Xen. Cyr. 1, 3, 8. 5, 2, 18; äffen, nachahmen, οὐ σκώπτοντας δέ, ἀλλ' ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, Conv. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σκώπτω: μέλλ. σκώψομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 854, ὅθεν ὁ Elmsl. (278) διορθοῖ σκώψει ἀντὶ -εις ἐν Νεφ. 296· ἀόρ. α΄ ἔσκωψα Ἡρόδ., Ἀττ. - Μέσ. ἀόρ. ἐσκωψάμην Ἀλκίφρ. 3. 57. - Παθ., ἀόρ. ἐσκώφθην Ξεν. Κύρ. 5. 2, 18· πρκμ. ἔσκωμμαι. προστακτ. ἐσκώφθω (ἀπ-) Λουκ. Διόνυσος 8· (ἴδε ἐν λέξ. σκώψ). Περιπαίζω, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, τινὰ Ἀριστοφ. Νεφ. 540, 992, Βάτρ. 417, κτλ.· σκ. τὴν μανίαν τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 350, πρβλ. Εἰρ. 745· τινὰ τῆς ἀμεριμνίας, διὰ τὴν ἀπερισκεψίαν του, Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 7· τινὰ εἴς τι Πλουτ. Λυκοῦργ. 19· ὡσαύτως, σκ. εἰς τὰ ῥάκια, ἀστεΐζομαι πρὸς αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 740· εἴς τινα Αἰσχίν. 33. 30· πρός τινα Πλάτ. Θεάγ. 125Ε.
β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἀστεΐζομαι μετά τινος, παίζω ἐν λόγοις, «πειράζω», τινὰ Ἡρόδ. 2. 121, 4. - Παθ., γίνομαι ἀντικείμενον ἀστεϊσμῶν ἢ περιγέλωτος, Νικόλ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 31. 2) ἀπολ., ἀστεΐζομαι, λέγω ἀστεῖα, εἶμαι ἀστεῖος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 152, Ἀριστοφ. Ἱππ. 525, Νεφ. 296, κτλ.· σκώψαντα εἰπεῖν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8· σκ. καὶ κωμῳδεῖν Ἀριστοφ. Πλ. 557· σκ. ἀγροίκως ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1320· χλευάζειν καὶ σκ. Ἀριστοφ. Ρητ. 3. 2, 12· ὥσπερ Ἀναξανδρίδης ἔσκωψεν, κατὰ τὸν ἀστεϊσμὸν τοῦ Ἀναξ., ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 11, 3· - ἀστεΐζομαι, λέγω ἀστεῖα, ἀντίθετον τῷ σπουδάζω, Εὐρ. Κύκλ. 675, Ξεν. Συμπ. 9, 5· ἐνίοτε ἐπὶ θετικῶς καλῆς σημασίας, εὖ σκώπτειν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 8, 7· ἐμμελῶς σκ. ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 4, 13.- Καθ’ Ἡσύχ.: «γελοιάζει, παίζει, ληρεῖ».
French (Bailly abrégé)
f. σκώψω et σκώψομαι, ao. ἔσκωψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσκώφθην, pf. ἔσκωμμαι;
1 railler, se moquer : τινα, εἴς τινα de qqn ; τι de qch ; τινα εἴς τι ou τι εἴς τι railler qqn ou qch de qch;
2 plaisanter, badiner;
Moy. σκώπτομαι m. sign.
Étymologie: DELG étym. obscure.