Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συφορβός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σῠφορβός''': ὁ, (σῦς, [[φέρβω]]) [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, [[συοφορβός]], ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ [[τύπος]] [[ὑφορβός]] (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), [[ὁπόταν]] ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ [[μέτρον]], [[δῖος]] ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «[[συβώτης]] Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ [[συφορβός]], οὐδὲ συφορβεῖν».
|lstext='''σῠφορβός''': ὁ, (σῦς, [[φέρβω]]) [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, [[συοφορβός]], ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. [[ὡσαύτως]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ὁ [[τύπος]] [[ὑφορβός]] (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), [[ὁπόταν]] ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ [[μέτρον]], [[δῖος]] ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «[[συβώτης]] Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ [[συφορβός]], οὐδὲ συφορβεῖν».
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />porcher.<br />'''Étymologie:''' [[σῦς]], [[φέρβω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠφορβός Medium diacritics: συφορβός Low diacritics: συφορβός Capitals: ΣΥΦΟΡΒΟΣ
Transliteration A: syphorbós Transliteration B: syphorbos Transliteration C: syforvos Beta Code: suforbo/s

English (LSJ)

ὁ, (σῦς, φέρβω)

   A swineherd, Il.21.282, Od.14.504, Theoc.16.54 (as v.l.), Plu.Rom.6; in Prose συοφορβός (q.v.):—Hom. also uses ὑφορβός, δῖος ὑφορβός Od.14.413, cf. 3, al.--Noted as not Att. by Thom.Mag.p.328 R.

German (Pape)

[Seite 1046] ὁ, wie ὑφορβός, Schweinehirt, Sauhirt, Il. 21, 282 Od. 14, 504.

Greek (Liddell-Scott)

σῠφορβός: ὁ, (σῦς, φέρβω) συβώτης, χοιροβοσκός, Ἰλ. Φ. 282, Ὀδ. Ξ. 504, Θεόκρ., Πλούτ.· παρὰ πεζογράφοις, συοφορβός, ὃ ἴδε. - Παρ’ Ὁμ. ὡσαύτως εἶναι ἐν χρήσει ὁ τύπος ὑφορβός (ὡς καὶ ὗς ἀντὶ σῦς), ὁπόταν ἀπαιτῇ τοῦτο τὸ μέτρον, δῖος ὑφορβὸς Ὀδ. Ξ. 3, 413, κ. ἀλλ.· - Θωμ. ὁ Μάγιστρ. σελ. 812 σημειοῦται: «συβώτης Ἀττικοί, καὶ συβωτεῖν οὐ συφορβός, οὐδὲ συφορβεῖν».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
porcher.
Étymologie: σῦς, φέρβω.