ὑπεραλγής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεραλγής''': -ές, γεν. έος, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· [[ἄγαν]] ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν [[ὑπερβαλλόντως]], [[πλήρης]] πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12. | |lstext='''ὑπεραλγής''': -ές, γεν. έος, [[ὑπερβαλλόντως]] [[ἀλγεινός]], [[θλιβερός]], τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· [[ἄγαν]] ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν [[ὑπερβαλλόντως]], [[πλήρης]] πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />très pénible.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἄλγος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A exceedingly grievous, τὸν ὑ. χόλον S.El.176 (lyr.). 2 suffering excessively, Plb.3.79.12.
German (Pape)
[Seite 1190] ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραλγής: -ές, γεν. έος, ὑπερβαλλόντως ἀλγεινός, θλιβερός, τὸν ὑπ. χόλον Σοφ. Ἠλ. 176. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπεραλγῆ χόλον· ἄγαν ὀδυνηρόν, λυπηρόν». 2) ὁ πάσχων ἢ ἀλγῶν ὑπερβαλλόντως, πλήρης πόνου, Πολύβ. 3. 79, 12.