τηνικάδε: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηνῐκάδε''': Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀνταποδιδόμενον εἰς [[ἄλλο]] χρονικὸν [[μόριον]], ἐπεί..., [[τηνικάδε]]... Πολύβ. 16. 11, 6· ἐπειδή..., τὸ τ. [[αὐτόθι]] 30. 7· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τὸ ὁρῶν = [[ἐπεὶ]] ἑώρα, ὁ αὐτ. 10. 28, 5. 2) ἀπολ., κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν, τόσον ἐνωρίς, τί [[τηνικάδε]] ἀφῖξαι, ὦ Κρίτων; ἢ οὐ πρῲ ἔτι ἐστίν; Πλάτ. Κρίτων 43Α· τοῦ [[ἕνεκα]] [[τηνικάδε]] ἀφίκου; Πρωταγ. 310Β· [[αὔριον]] τ., [[αὔριον]] κατὰ τοιαύτην ὥραν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 76Β [[μετὰ]] γεν., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 1. 36., 4. 27. | |lstext='''τηνῐκάδε''': Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀνταποδιδόμενον εἰς [[ἄλλο]] χρονικὸν [[μόριον]], ἐπεί..., [[τηνικάδε]]... Πολύβ. 16. 11, 6· ἐπειδή..., τὸ τ. [[αὐτόθι]] 30. 7· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τὸ ὁρῶν = [[ἐπεὶ]] ἑώρα, ὁ αὐτ. 10. 28, 5. 2) ἀπολ., κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν, τόσον ἐνωρίς, τί [[τηνικάδε]] ἀφῖξαι, ὦ Κρίτων; ἢ οὐ πρῲ ἔτι ἐστίν; Πλάτ. Κρίτων 43Α· τοῦ [[ἕνεκα]] [[τηνικάδε]] ἀφίκου; Πρωταγ. 310Β· [[αὔριον]] τ., [[αὔριον]] κατὰ τοιαύτην ὥραν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 76Β [[μετὰ]] γεν., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 1. 36., 4. 27. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> à ce moment du jour, à cette heure-ci;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> à ce moment ; avec un gén. : [[τηνικάδε]] τῆς ὥρας ÉL à ce moment de la saison.<br />'''Étymologie:''' [[τηνίκα]], -δε, cf. [[ὅδε]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. = foreg., answering to a Relat.,
A at this time, then, ἐπεὶ... τ. . . Plb.16.11.6; ἐπειδὴ... τὸ τ. Id.16.30.7, cf. Ph.Bel.66.13, 74.38; also after ὁρῶν = ἐπεὶ ἑώρα, Plb.10.28.5. 2 abs., at this time of day, so early, τοῦ ἕνεκα τ. ἀφίκου; Pl.Cri.43a, cf. Prt.310b; αὔριον τ. to-morrow at this time, Id.Phd.76b: c. gen., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, at this season of the year, Ael.NA1.36, 4.27.
German (Pape)
[Seite 1108] adv., = τηνίκα (wie τόσος, τοσόσδε, ἔνθα, ἐνθάδε u. ä.); μὴ αὔριον τηνικάδε οὐκέτι ᾖ οἷός τε, morgen um diese Zeit, Plat. Phaed. 76 c; bes. = so früh am Tage, Prot. 310 b Crat. 43 a.
Greek (Liddell-Scott)
τηνῐκάδε: Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀνταποδιδόμενον εἰς ἄλλο χρονικὸν μόριον, ἐπεί..., τηνικάδε... Πολύβ. 16. 11, 6· ἐπειδή..., τὸ τ. αὐτόθι 30. 7· ὡσαύτως μετὰ τὸ ὁρῶν = ἐπεὶ ἑώρα, ὁ αὐτ. 10. 28, 5. 2) ἀπολ., κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν, τόσον ἐνωρίς, τί τηνικάδε ἀφῖξαι, ὦ Κρίτων; ἢ οὐ πρῲ ἔτι ἐστίν; Πλάτ. Κρίτων 43Α· τοῦ ἕνεκα τηνικάδε ἀφίκου; Πρωταγ. 310Β· αὔριον τ., αὔριον κατὰ τοιαύτην ὥραν, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 76Β μετὰ γεν., τ. τῆς ὥρας, τοῦ καιροῦ, κατὰ ταύτην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 1. 36., 4. 27.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 à ce moment du jour, à cette heure-ci;
2 en gén. à ce moment ; avec un gén. : τηνικάδε τῆς ὥρας ÉL à ce moment de la saison.
Étymologie: τηνίκα, -δε, cf. ὅδε.