ἀναμετρέω: Difference between revisions
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) mesurer de bas en haut, <i>càd</i> entièrement, avec soin;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) mesurer en revenant sur ses pas ; reparcourir : Χάρυβδιν OD repasser devant Charybde;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμετρέομαι-οῦμαι mesurer ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[δάκρυ]] [[εἴς]] τινα EUR payer à qqn un tribut <i>litt.</i> une mesure, une part) de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μετρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ([[ἀνά]], en haut) mesurer de bas en haut, <i>càd</i> entièrement, avec soin;<br /><b>2</b> ([[ἀνά]], en arrière) mesurer en revenant sur ses pas ; reparcourir : Χάρυβδιν OD repasser devant Charybde;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμετρέομαι-οῦμαι mesurer ; <i>fig.</i> [[ἀν]]. [[δάκρυ]] [[εἴς]] τινα EUR payer à qqn un tribut <i>litt.</i> une mesure, une part) de larmes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μετρέω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=aor. opt. ἀναμετρήσαιμι: remeasure (the [[way]] to), Χάρυβδιν, Od. 12.428†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:22, 15 August 2017
English (LSJ)
A measure back again, re-measure the road, retrace one's steps, ὄφρ' . . ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν Od.12.428; ἀ. σαυτὸν ἀπιών measure yourself off! Ar.Av.1020; πόνοισι πόνους ἀ., i. e. undergo a succession of labours, IG3.1374. 2 enumerate, Hp.Ep.27:—in Med., recapitulate, E.Or.14. II measure over again, τὸ ὕδωρ Hp.Aër.8. 2 measure carefully, ἀ. ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Hdt.2.109; ἀ. τὸ ὅλον Arist.Ph.221a3; τινί τι one thing by another, Pl.R.531a:—also in Med., ἀ. γῆν Ar.Nu.203; ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς took the measure of... E.Ion1271; γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον Id.El.52:—Pass., ἀ. τινί to be measured by, Pl.Ti.39d. 3 measure out, θοὐμόφυλον ἀ. δάκρυ E.IT346.
German (Pape)
[Seite 198] 1) noch einmal-, zurückmessen, Χάρυβδιν, durch die Charybdis zum zweiten Male fahren, Od. 12, 428; im mcd., wiederum erwähnen, παλαιὰν μνήμην Eur. Ion. 250; τὰ ἄῤῥητα Or. 14; aufzählen, Plut. Pericl. 38; Luc. Amor. 53. – 2) durch-, ausmessen, χώραν Her. 2, 109; Plat. Tim. 39 d; mit dem Nebenbegriff, um es zu vertheilen, Ar. Nubb. 204. – 3) zumessen, weihen, ἀναμετρουμένη δάκρυ Eur. I. T. 346.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμετρέω: μέλλ. -ήσω, ἀναμετρῶ πάλιν τὴν ὁδὸν ἣν διῆλθον καὶ ἄλλοτε· διέρχομαι, παρέρχομαι, ὄφρ’ ἔτι τὴν ὁλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν, «τὸ δὲ ἀναμετρήσαιμι ἐπαινεῖται παρὰ τῶν παλαιῶν ὡς διὰ τὸ σημαντικώτερον τῆς φωνῆς μὴ δυνάμενον μεθερμηνευθῆναι· δύναται δὲ ἀντὶ τοῦ δὶς μετρῆσαι ληφθῆναι ἡ λέξις· ἐμέτρησε γὰρ αὐτὴν ὁ Ὀδυσσεὺς τὸ πρῶτον ὅτε εἶδε (τὴν Χάρυβδιν) ἀναρροιβδήσασαν» κτλ. (Εὐστ.), Ὀδ. Μ. 428· οὐκ ἀναμετρήσεις σαυτὸν ἀπιὼν ἀλλαχῆ; δὲν θὰ μᾶς δείξῃς τὴν ῥάχην σου; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1020· πόνοισι πόνους ἀν., ὅ ἐ. διέρχομαι διαδοχὴν κόπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 987: ― Παθ., ἀν. κύκλῳ, ἐπανέρχεσθαι εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, Πλάτ. Τίμ. 39Β. 2) ἀνακεφαλαιῶ, Εὐρ. Ὀρ. 14, ἐν μέσῳ τύπῳ. ΙΙ. μετρῶ ἐκ νέου, «ξαναμετρῶ», τὸ ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 285. 2) μετρῶ τι ἐπιμελῶς, λαμβάνω τὸ μέτρον τινός, Ἡρόδ. 2. 109· ἀν. τὸ ὅλον Ἀριστ. Φυσ. 4. 12, 8· τινί τι, τὸ ἓν διὰ τοῦ ἄλλου, Πλάτ. Πολ. 531Α: ― συχνότερον ὡς μέσ., ἀν. γῆν Ἀριστοφ. Νεφ. 205· ἀνεμετρησάμην φρένας τὰς σάς, ἀνεμέτρησα τὰς φρένας σου, Εὐρ. Ἴων 1271· γνώμης πονηροῖς κανόσιν ἀναμετρούμενος τὸ σῶφρον ὁ αὐτ. Ἠλ. 52. 3) ἀναμετρεῖσθαι δάκρυ εἴς τινα, μετρῶ εἴς τινα δάκρυ, δηλ. πληρώνω εἰς αὐτὸν τὸν φόρον δακρύων, ὁ αὐτ. Ι. Τ. 346.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 (ἀνά, en haut) mesurer de bas en haut, càd entièrement, avec soin;
2 (ἀνά, en arrière) mesurer en revenant sur ses pas ; reparcourir : Χάρυβδιν OD repasser devant Charybde;
Moy. ἀναμετρέομαι-οῦμαι mesurer ; fig. ἀν. δάκρυ εἴς τινα EUR payer à qqn un tribut litt. une mesure, une part) de larmes.
Étymologie: ἀνά, μετρέω.
English (Autenrieth)
aor. opt. ἀναμετρήσαιμι: remeasure (the way to), Χάρυβδιν, Od. 12.428†.