γονή: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d’engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, <i>càd</i> étant l’aîné;<br /><b>2</b> ce qui engendre ; semence, germe;<br /><b>II.</b> ce qui est engendré :<br /><b>1</b> enfant, descendant, rejeton;<br /><b>2</b> descendance, race, famille;<br /><b>III.</b> génération, âge d’homme : [[τρίτος]] πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, <i>càd</i> de la treizième génération.<br />'''Étymologie:''' R. Γεν ; v. [[γίγνομαι]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> action d’engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, <i>càd</i> étant l’aîné;<br /><b>2</b> ce qui engendre ; semence, germe;<br /><b>II.</b> ce qui est engendré :<br /><b>1</b> enfant, descendant, rejeton;<br /><b>2</b> descendance, race, famille;<br /><b>III.</b> génération, âge d’homme : [[τρίτος]] πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, <i>càd</i> de la treizième génération.<br />'''Étymologie:''' R. Γεν ; v. [[γίγνομαι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=[[offspring]], Il. 24.539 and Od. 4.755.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονή Medium diacritics: γονή Low diacritics: γονή Capitals: ΓΟΝΗ
Transliteration A: gonḗ Transliteration B: gonē Transliteration C: goni Beta Code: gonh/

English (LSJ)

ἡ, (γενέσθαι)

   A offspring, οἱ οὔ τι παίδων γ. γένετο κρειόντων Il. 24.539; γ. Ἀρκεισιάδαο Od.4.755; τέκνων δίπτυχος γ. two children, E.Med.1136: pl., εἰσὶ χἁτέροις γοναὶ κακαί S.OC1192; γ. κατηκόους φύσαντες Id.Ant.641; of animals, ταύρων γοναί A.Fr.194; ἐν . . τετρασκελεῖ γ., i. e. among quadrupeds, S.Fr.941.10; fruits of the earth, Pl.Ax.371c.    2 race, stock, family, A.Ag.1565 (lyr.); ὦ γονῇ γενναῖε S.OT1469, cf.El.156 (lyr.); ἁ Δαρδάνου γ. E.Tr.1290: pl., μηδὲν ὢν γοναῖσι S.Aj.1094; parentage, ἐξευρεῖν γονάς E.Ion328.    3 generation, τρίταισιν ἐν γ. Pi.P.4.143; τρίτος . . πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γ. A.Pr.774; τριτοσπόρῳ γονῇ Id.Pers.818.    II that which engenders, seed, Hes.Op.733, Hdt.3.101, 109, Hp.Genit.3, Arist.GA726a18, etc.: pl., Pi.N.7.84, S.Ant.950 (lyr.).    2 organs of generation, generally, Hp.Art.45, Mochl.1 (also restricted to the womb, Ruf.Onom.193, Gal.2.889); πρὶν . . μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν E.Ph.1597.    III act of generation, Pi.I.7(6).7; κατὰ φύσιν γονὰς ποιεῖσθαι Aeschin.3.111.    2 of the mother, child-birth, E.Ph.355, Theoc.17.44.    3 of the child, birth, ἐκ γονῆς Hp.Epid.4.31; γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ S. OC1294; γοναὶ ζῴων Arist.Mu.399a28.    4 cure for sterility, Paul. Aeg.3.74.    IV Pythag. name for unity, Theol.Ar.6.

German (Pape)

[Seite 501] ἡ, Nebenform von γόνος, Wurzel γεν; Hom. zweimal, in der Bedeutung »das Erzeugte«, die Nachkommenschaft: Odyss. 4, 755 πάγχυ θεοῖς γονὴν Ἀρκεισιάδαο ἔχθεσθαι, Iliad. 24, 539 ὅττι οἱ οὔ τι παίδων γονὴ γένετο κρειόντων. – Folgende: 1) Erzeugung, Plat. Legg. XII, 967 d; ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς Pind. I. 6, 7; das Gebären, die Geburt, αἱ δι' ὠδίνων Eur. Phoen. 355; Theocr. 17, 44; ἄνθρωπος ἐν γοναῖς ὁρώμενος Plut. am. prol. 3 E.; γονῇ πεφυκὼς γεραιτέρᾳ, älter, Soph. O. C. 1296. Dah. Abkunft, Abstammung; ὦ γονῇ γενναῖε Soph. O. R. 1469; ματρὸς ἔχοντες ἀνύμφευτον γονάν Ant. 966; ὁ μηδὲν ὢν γοναῖσιν Ai. 1073, d. i. von niederer Geburt; ἀπόῤῥητοι ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ γοναὶ αὐτοῦ Dem. 21, 149; τὴν γονὴν Ἀθηναῖος, von Geburt ein Athener, Ath. VIII, 335 d. – 2) das Erzeugte, die Nachkommenschaft; Aesch. Ag. 1546; plur., Soph. Ant. 637 O. C. 1194; γονὴ τέκνων δίπτυχος, Zwillinge, Eur. Med. 1136; auch Sp., wie Dion. Hal. 2, 19. Von Thieren, γονὰς ποιεῖσθαι Aesch. 3, 111, aus einem Gebet; von Pflanzen, πάγκαρπος Plat. Ax. 371 c. Dah. auch das Geschlecht, Generation, Pind. P. 4, 143; τρίτος γε γένναν πρὸς δέκ' ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. Prom. 776; Pers. 804. – 3) das Erzeugende, der Saamen, Hes. O. 531; Her. 3, 101. 109; Plat. Phaedr. 248 d; auch im plur., Pind. N. 7, 84; Arist. gen. anim. 1, 18 γονὴ τὸ ἀπὸ τοῦ γεννῶντος καλεῖται αἴτιον; vgl. Plut. am. prol. 3 M.; auch die männlichen u. weiblichen Zeugungstheile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

γονή: ἡ, (γενέσθαι) τὸ παραγόμενον, ἡ γενεά, οἱ ἀπόγονοι, τὰ τέκνα, γονὴ γένετο κρειόντων Ἰλ. Ω. 539· γονὴν Ἀρκεισιάδαο Ὀδ. Δ. 755· οἱ οὔ τι παίδων... γονὴ γένετο, δὲν ἐκτήσατο τέκνα, Ἰλ. Ω. 539· γ. τέκνων,= τέκνα Εὐρ. Μηδ. 1136· οὕτως ἐν τῷ πληθ., εἰσὶ χἀτέροις γοναὶ κακαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1192· γονὰς κατηκόους φύσαντες ὁ αὐτ. Ἀντ. 642˙― ὡσαύτως, τὰ νεογνὰ τῶν ζῴων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 180· ἐν... τετρασκελεῖ γονῇ, δηλ. μεταξὺ τῶν τετραπόδων, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 10· ἐπὶ τῶν καρπῶν ἢ προϊόντων τῆς γῆς, Πλάτ. Ἀξ. 371C. 2) ὡς τὸ γενεά, γένος, «ῥάτσα», οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1565· γονῇ γενναῖος Σοφ. Ο. Τ. 1496, πρβλ. Ἠλ. 156 (ἴδε ἐν λ. ἀπόρρητος)· ἡ Δαρδάνου γ. Εὐρ. Τρῳ. 1290· καὶ κατὰ πληθ., μηδὲν ὢν γοναῖσι Σοφ. Αἴ. 1094, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνι 328· πρβλ. κατωτ. ΙΙΙ. 3. 3) γενεά, Πίνδ. Π. 4. 255· τρίτος... πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς Αἰσχύλ. Πρ. 774· τριτοσπόρῳ γονῇ Πέρσ. 818. ΙΙ. τὸ παρέχον ζωήν, τὸ σπέρμα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 731, Ἡρόδ. 3. 101, 109, Ἱππ. 232. 29, κτλ., πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 1. 18, 38,· κατὰ πληθ., Πίνδ. Ν. 7. 124, Σοφ. Ἀντ. 950. 2) τὰ γεννητικὰ μόρια καθόλου, Ἱππ. Μοχλ. 842· ἰδίως ἡ μήτρα, ὁ αὐτ. Ἄρθρ. 810, ἴδε Fo ës. Οἰκον.· πρὶν... μητρὸς ἐκ γονῆς μολεῖν Εὐρ. Φοιν. 1597. ΙΙΙ. ὡς ἐνεργ., γένεσις, γέννησις, Πίνδ. Ι. 7 (6). 10. 2) ἐπὶ τῆς μητρός, γέννα, τοκετός, Εὐρ. Φοιν. 355, 1591, Θεόκρ. 17. 44. 3) ἐπὶ τοῦ τέκνου, τὸ γεννηθῆναι, ἡ γέννησις, ἐκ γονῆς Ἱππ. 1133D· γονῇ φῦναι γεραιτέρᾳ Σοφ. Ο. Κ. 1294· ― αὕτη ἡ σημασία συχνάκις συγχωνεύεται εἰς τὴν Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
I. 1 action d’engendrer, enfantement ; γονὴ πεφυκὼς γεραίτερα SOPH né du plus ancien enfantement, càd étant l’aîné;
2 ce qui engendre ; semence, germe;
II. ce qui est engendré :
1 enfant, descendant, rejeton;
2 descendance, race, famille;
III. génération, âge d’homme : τρίτος πρὸς δέκ’ ἄλλαισιν γοναῖς ESCHL de la troisième génération après dix autres, càd de la treizième génération.
Étymologie: R. Γεν ; v. γίγνομαι.

English (Autenrieth)

offspring, Il. 24.539 and Od. 4.755.