ὦχρος: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_5) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur jaune <i>ou</i> pâle, pâleur;<br /><b>2</b> ers, <i>plante légumineuse (lathyrus cicera L.)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> couleur jaune <i>ou</i> pâle, pâleur;<br /><b>2</b> ers, <i>plante légumineuse (lathyrus cicera L.)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὠχρός]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[paleness]], [[pallor]], Il. 3.35†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ (cf. Hdn.Gr.2.39),
A paleness, wanness, esp. the pale hue of fear, once in Hom., ὦχρός τέ μιν εἷλε παρειάς Il.3.35; also in Luc.JTr.1 (adapting Hom.) and late Poets, as An drom. ap. Gal. 14.35, AP5.258 (Paul.Sil.). II birds' pease, Lathyrus Ochrus, Antiph.301, Arist.HA627b17(pl.), Thphr.HP8.3.1, al., CP4.2.2, D.L.2.139.
German (Pape)
[Seite 1424] ὁ, 1) Blässe, Bleichheit, bes. die blasse Farbe eines Erschrockenen, Il. 3, 35, wo es Buttm. für ein neutr. τὸ ὦχρος nahm. – 2) ein hülfentragendes Gewächs und seine blaßgelbe Schote, ervilia, Antiphan. bei Ath. II, 63 a u. Alexis ib. 55 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὦχρος: -ου, ὁ ὡς τὸ ὠχρότης, μάλιστα τὸ ὠχρὸν χρῶμα τὸ προελθὸν ἐκ φόβου, ἅπαξ παρ’ Ὀμ., ὦχρος δέ μιν εἷλε παρειὰς (πρβλ. χλωρὸν δέος) Ἰλ. Γ. 350· ἀκολούθως παρὰ Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνδρ. παρὰ Γαλην. 13. 875, Ἀνθ. Π. 5. 259, κ. ἀλλ.· ἄχροος.. ὦχρος Τζέτζ. Ὅμ. 367. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου, Pisum ochrys, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 3, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 2, 2, Διογ. Λ. 2. 139. -Τὸ γένος τοῦ ὀνόματος τούτου ἐν τῇ σημασ. Ι. δὲν εἶναι ὡρισμένον ἐκ χωρίου τινός, ἐν τῇ σημασ. ΙΙ. εἶναι ἀρσεν. ἐν ἅπασι τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 couleur jaune ou pâle, pâleur;
2 ers, plante légumineuse (lathyrus cicera L.).
Étymologie: ὠχρός.