μνήμων: Difference between revisions
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui se souvient, qui conserve le souvenir de ; ὁ [[μνήμων]] <i>chez les Doriens de Sicile</i>, président d’un banquet ; <i>dans certaines cités</i> archiviste, secrétaire;<br /><b>2</b> qui a bonne mémoire.<br />'''Étymologie:''' [[μέμνημαι]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui se souvient, qui conserve le souvenir de ; ὁ [[μνήμων]] <i>chez les Doriens de Sicile</i>, président d’un banquet ; <i>dans certaines cités</i> archiviste, secrétaire;<br /><b>2</b> qui a bonne mémoire.<br />'''Étymologie:''' [[μέμνημαι]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[μιμνήσκω]]): [[mindful]], [[remembering]], ‘[[bent]] on,’ τινός, Od. 8.163. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:27, 15 August 2017
English (LSJ)
Dor. μνάμων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, gen. ονος, (μνάομαι)
A mindful, καὶ γὰρ μ. εἰμί I remember it well, Od.21.95; μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν A.Pr.789: c. gen., mindful of, giving heed to, φόρτου τε μνήμων Od.8.163; κακῶν μνήμονες A.Eu.383 (lyr.). 2 ever-mindful, unforgetting, Ἐρινύες Id.Pr.516, cf. S.Aj.1390; μῆνις A.Ag.155 (lyr.). 3 having a good memory, Ar.Nu.414, 484, Pl.Tht.144a; οὐ πάνυ εἰμὶ μ. I have not a good memory, Id.Men.71c: prov., μισέω μνάμονα συμπόταν Lyr.Adesp.141, etc. II Act., reminding: hence, 1 counsellor, 'mentor', Eust.1697.55. 2 among the Dorians of Sicily, ὁ μνάμων, = ἐπίσταθμος συμποσίου, Lat. magister convivii, Plu. 2.612d. 3 μνήμονες, οἱ, title of magistrates, recorders, Arist.Pol. 1321b39, SIG45.8 (Halic., v B. C.), Leg.Gort.11.16: in sg., registrar of titles or conveyances, BGU177.6 (i A. D.), PLond.2.299.20 (ii A. D.). III Adv. μνημόνως Ael.NA13.22.
German (Pape)
[Seite 195] ον, eingedenk, sich erinnernd; Od. 21, 95; φόρτου μνήμων, 8, 163, neben ἐπίσκοπος ὁδαίων, der der Ladung eingedenk ist, sie im Gedächtniß behält, also die Stelle des späteren Schreibers vertrat, oder nach Nitzsch der Schiffsbefehlshaber selbst, in sofern er die Aufsicht über die Waaren führt, vgl. Schol. ὁ μεμνημένος πόσου ἐστὶν ἕκαστον ἄξιον, ὃν γραμματέα καλοῦσιν, woraus schon einige alte Erklärer den Schluß zogen, daß Homer noch nicht die Buchstabenschrift kannte, vgl. Wolf Proleg. p. 89; eine Art Behörde, welche die Abfassung von Verträgen u. gerichtlichen Dokumenten besorgte, nennt Arist. pol. 6, 8 ἱερομνήμονες, ἐπιστάται, μνήμονες (vgl. auch προμνήμων); so leitet auch Plut. Symp. 1 prooem. das Sprichwort μισέω μνάμονα συμπόταν von der sicilischen Benennung des ἐπίσταθμος συμποσίου, μνάμων her, was richtiger nach Anderen a. a. O. heißt »man soll des beim Weine Gesprochenen nicht gedenken«; vgl. Luc. Conv. 3 u. Antp. Sid. 8 (XI, 31). – Gew. = mit gutem Gedächtniß, sich wohl erinnernd; Ἐρινύες, Aesch. Prom. 514 (wie Soph. Ai. 1369); ἣν ἐγγράφου σὺ μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν, 791; mit εὐμαθής vrbdn, Plat. Epinom. 985 a, vgl. Rep. VI, 487 a; καὶ ἀγχίνους, Legg. V, 747 b, wie Theaet. 144 a u. Pol. 13, 45; Xen. u. Folgende. – Adv. μνημόνως, Ael. H. A. 13, 22.
Greek (Liddell-Scott)
μνήμων: Δωρ. μνάρων, ὁ, ἡ, μνῆμον, τό, γεν. -ονος· (μνάομαι, μιμνήσκω)· - ὁ σκεπτόμενος, ἐνθυμούμενός τι, καὶ γὰρ μνήμων εἰμί, ἐνθυμοῦμαι καλῶς, Ὀδ. Φ. 95· μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Αἰσχύλ. Πρ. 789· μετὰ γεν., ὁ σκεπτόμενος περί τινος, προσέχων εἴς τι, φόρτου τε μνήμων Ὀδ. Θ. 163 (ὁ Wolf, Proleg. Ixxxix, δὲν ἔπρεπεν ἐκ ταύτης τῆς φράσεως νὰ συμπεράνῃ ὅτι οἱ καθ’ Ὅμηρον Ἕλληνες ἐνεπιστεύοντο μόνον εἰς τὴν μνήμην καὶ δὲν ἐγίνωσκον γραφήν· διότι ἡ φράσις αὕτη εἶναι ὁμοία τῷ: δαιτὸς μνήσασθαι, κτλ., πρβλ. μιμνήσκω Β), πρβλ. Ἰλ. Ψ. 361· κακῶν μνήμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 382· μνήμοσιν δέλτοις φρενὸς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 789. 2) ὁ εἰς ἀεὶ ἐνθυμούμενός τι, ὁ μὴ λησμονῶν, Ἐρινύες Αἰσχύλ. Πρ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1360· μῆνις Αἰσχύλ. Ἀγ. 155. 3) ὁ ἔχων καλὴν μνήμην, Ἀριστοφ. Νεφ. 414, 485, Πλάτ. Μένων 71C, Θεαίτ. 144Α. II. ἐνεργ., ὁ ἀναμιμνήσκων, ὑπομιμνήσκων· ὅθεν, 1) σύμβουλος, Εὐστ. 1697. 55. 2) παρὰ τοῖς Δωριεῦσι τῆς Σικελίας, ὁ μνάμων, = ἐπίσταθμος συμποσίου, Λατ. magister convivii, Πλούτ. 2. 612C: ἐν Λουκ. Συμπ. 3, Ἀνθ. Π. 11. 31, ἡ παροιμία, μισέω μνάμονα συμπόταν, ἐπιδέχεται ἁπλουστέραν ἑρμηνείαν. 3) μνήμονες, ἀστικοὶ ὑπάλληλοι, ὡς τὸ γραμματεῖς, καλούμενοι οὕτως ὡς τηροῦντες τὴν μνήμην τῶν γεγονότων, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 7· ἐν Ἁλικαρνασσῷ, Newton Ἐπιγρ. Ἁλικαρν. ἀρ. 1· ἐν Κρήτῃ, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 13, σ. 54· πρβλ. ἱερομνήμων. III. Ἐπίρρ. μνημόνως, Αἰλ. π. Ζ. 13. 22.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 qui se souvient, qui conserve le souvenir de ; ὁ μνήμων chez les Doriens de Sicile, président d’un banquet ; dans certaines cités archiviste, secrétaire;
2 qui a bonne mémoire.
Étymologie: μέμνημαι.
English (Autenrieth)
(μιμνήσκω): mindful, remembering, ‘bent on,’ τινός, Od. 8.163.