μειδάω: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> mirus, miror. | |btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao. poét.</i> μείδησα;<br />sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment <i>ou</i> grincer des dents.<br />'''Étymologie:''' p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. <i>skr.</i> Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. <i>lat.</i> mirus, miror. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[root]] σμι), [[μειδιάω]], [[part]]. [[μειδιόων]], -[[όωσα]], aor. μείδησα: [[smile]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 15 August 2017
English (LSJ)
A smile, Ep. Verb, only 3sg. aor. μείδησε Il.1.595, 5.426, Od.4.609, Hes.Sc. 115, etc.; part. μειδήσας, -σασα Il.1.596, etc.; inf. μειδῆσαι h.Cer. 204; μείδησε σαρδάνιον (v. Σαρδάνιος) Od.20.301; opp. γελᾶν, laugh aloud, μειδῆσαι γελάσαι τε h.Cer.l.c.; κάρχαρόν τι μειδήσας grinning so as to show his teeth, Babr.94.6:—pres. is supplied by μειδιάω, used by Hom. only in Ep. part. μειδιόων Il.7.212, 23.786; -ιόωσα 21.491: later 3sg. μειδιάει h.Hom.10.3, μειδιᾷ Theoc.30.5; part. μειδιάων h.Hom.7.14, μειδιῶσα Ar.Th.513; inf. μειδιᾶν Pl.Prm.130a: impf. ἐμειδία Luc.DMeretr.3.2; Ep. μειδιάασκε PLit.Lond.41, Q.S. 9.117: aor. I ἐμειδίᾱσα Plu.2.172b, Luc.DDeor.20.11; inf. μειδιᾶσαι Apollod.1.5.3; part. μειδιάσας Pl.Phd.86d; Aeol. fem. -ιάσαισα Sapph.1.14. (Cf. Skt. smáyati, Lett. smaidīt 'smile', etc.)
German (Pape)
[Seite 115] = μειδιάω, lächeln, Hom. Il. 5, 426 u. sonst, immer im aor. I., wie Hes. Sc. 115; σαρδάνιον μειδῆσαι, Od. 20, 301, s. σαρδάνιος; – κάρχαρον μειδῆσαι, grinsend, höhnisch lächeln, Babr. 94, 6; sp. D., auch von leblosen Dingen, lächelnd, freundlich aussehen, vgl. μειδιάω. Von γελάω wird es so unterschieden, daß dieses das laute, schallende Lachen ist, μειδάω das lautlose, sanfte Lächeln, weshalb man es auch von μὴ αὐδᾶν ableiten wollte; eine Steigerung ist angedeutet H. h. Cer. 204 in der Vrbdg μειδῆσαι γελάσαι τε. Vom praes. scheinen sich keine Formen zu finden, daher Einige μειδέω als praes. annahmen.
Greek (Liddell-Scott)
μειδάω: μειδιῶ, «χαμογελῶ», Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. τοῦ ἀορ. μείδησε (-εν) Ἰλ. Α. 595, Ε. 426, Ὀδ. Δ. 609, κτλ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 115: μετοχ. μειδήσας, -σασα Ἰλ. Α. 596, κτλ.: ἀπαρ. μειδῆσαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204· Σαρδάνιον μείδησε (ἴδε ἐν λέξ. Σαρδάνιος)· κάρχαρόν τι μειδήσας, μειδιάσας οὕτως ὥστε νὰ δεικνύῃ τοὺς ὀδόντας του, Βάβριος 94. 6· ― ὁ ἐνεστὼς παραλαμβάνεται ἐκ τοῦ μειδιάω, ὅπερ ὅμως ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται μόνον ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. μειδιόων Ἰλ. Η. 212, Ψ. 786· -ιόωσα Φ. 491· ἕτεροι τύποι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς μετέπειτα, γ΄ ἑνικ. μειδιάει Ὁμ. Ὕμν. 9. 3: μετοχ. μειδιάων Ζ. 14, μειδιῶσα Ἀριστοφ. Θεσμ. 513: ἀπαρέμφ. μειδιᾶν Πλάτ. Παρμ. 130A: παρατ., ἐμειδία Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 3. 2, Ἐπικ. μειδιάασκε Κόϊντ. Σμ. 9. 117: ἀόρ. α΄ ἐμειδίᾱσα Πλούτ., Λουκ.: μετοχ. μειδιάσας Πλάτ. Φαίδ. 86D, Αἰολ. θηλ. -ιάσαισα Σαπφὼ 1. 14. ― Ἡ μεταξὺ τοῦ γελᾶν καὶ μειδιᾶν διαφορὰ εἶναι ὅτι τὸ μὲν πρῶτον σημαίνει γέλωτα πλήρη, τὸ δὲ δεύτερον ἁπλῶς τὴν ἐπὶ τὸ γελαστικώτερον διαστολὴν τῶν χειλέων, τὸ «χαμόγελον», ὥστε ὑπάρχει τις κλῖμαξ ἐν τῷ μειδῆσαι γελάσαι τε, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 204. ― Περὶ τῶν τύπων ἴδε Λοβεκ. Φρύνιχ. 82. (Ὁ Ἡσύχ. ἔχει μεῖδος = μείδημα· πρβλ. Σανσκρ. smi, sma-yê (subrideo), smit-am (risus)· Ἀρχ. Γερμ. smie-len (Ἀγγλ. to smile)· Σλαυ. smij-ati s? (γελᾶν), Λεττ. smeet· ― ὥστε ἡ Ἑλλην. ῥίζα ἔχει ἀπολέσῃ τὸ σ· πρβλ. ὡσαύτως τὸ Λατ. mir-us, mi-ror).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. ao. poét. μείδησα;
sourire : σαρδάνιον OD avoir un sourire sardonique, moqueur ; κάρχαρον BABR sourire méchamment ou grincer des dents.
Étymologie: p. *σμειδάω, de la R. Σμι, sourire = R. skr. Smi > smayè « je souris », smitam « le rire » ; cf. lat. mirus, miror.
English (Autenrieth)
(root σμι), μειδιάω, part. μειδιόων, -όωσα, aor. μείδησα: smile.