ὑψηλός: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Bailly1_5)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé : [[ἐν]] ὑψηλῷ [[εἶναι]] PLUT être sur une hauteur ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. du caractère, des pensées, du style</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> hautain, fier, orgueilleux;<br /><i>Cp.</i> ὑψηλότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
|btext=ή, όν :<br />haut, élevé : [[ἐν]] ὑψηλῷ [[εἶναι]] PLUT être sur une hauteur ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> <i>en parl. du caractère, des pensées, du style</i>;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> hautain, fier, orgueilleux;<br /><i>Cp.</i> ὑψηλότερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ὕψος]]): [[high]], [[lofty]], highlying.
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψηλός Medium diacritics: ὑψηλός Low diacritics: υψηλός Capitals: ΥΨΗΛΟΣ
Transliteration A: hypsēlós Transliteration B: hypsēlos Transliteration C: ypsilos Beta Code: u(yhlo/s

English (LSJ)

ή, όν (also -ός, όν Demetr.Troezen.1 Diels): Comp. and Sup. -ότερος, -ότατος, and irreg.

   A -έστατος Paus.5.13.9: (ὕψι, ὕψος): —high, lofty, θάλαμος Od.1.426; πύργος Il.3.384, etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ . . καὶ ὑψηλή Hdt. 1.110; ὑψλὰ χωρία Th.3.97; and ὑψηλά alone, Pl.Lg.732c; ἐφ' ὑψηλοῦ εἶναι, καθῆσθαι, X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6; ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv., -λῶς καθήμενος Pherecr. 64.    II metaph., high, lofty, stately, proud, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος, Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111; τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd.289e; ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep.341e; ὑψηλὰ κομπεῖν talk high and boastfully, S.Aj.1230.    2 of persons, opp. δυσδαίμων, E.Hel.418; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl.613 (lyr.); ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp.730; ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R.494d, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. αἴρειν E.Supp.555; τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57; αὑτὸν παρέχειν -ότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25; ὑ. τῷ ἤθει Plu.Dio4.    3 upraised, i.e. mighty, ἐν βραχίονι -λῷ LXX Ex.6.1, al.    4 of poets, sublime, Longin.40.2; τὰ -ότερα the loftier, sublimer thoughts or language, Id.43.3; ὑ. λέξις, λόγος, D.H.Lys. 13, Plu.Per.5. Adv. -λῶς Gal.10.12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψηλός: ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, καὶ ἀνωμάλως, -έστατος διάφ. γραφ. ἐν Παυσ. 5. 13, 9· (ὕψι, ὕψος)· ― ὡς καὶ νῦν, ὑψηλός, Λατιν. altus, sublimis, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Τραγ., κλπ.· θάλαμος Ὀδ. Α. 426· πύργος Ἰλ. Γ. 384, κλπ.· ἐπὶ χώρας, χώρα ὀρεινή… καὶ ὑψηλὴ Ἡρόδ. 1. 110· ὑψηλὰ χωρία Θουκ. 3. 97· καὶ μόνον ὑψηλά, Πλάτ. Νόμ. 732C· ἐφ’ ὑψηλοῦ εἶναι Ξεν., Λουκ., κλπ.· ἐν ὑψηλῷ εἶναι Πλουτ. Εὐμεν. 17· ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἀφ’ ὑψηλοτέρου καθορᾶν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ὑψηλότερον οἰκοδομεῖν [τὸ τεῖχος] Θουκ. 7. 4. ― Ἐπίρρ., καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Φερεκράτης ἐν «Ἱπνῷ» 1. ΙΙ. μεταφορ., ὑψηλός, μέγας, λαμπρός, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος Πινδ. Ο. 2. 38., 5. 1, Π. 3. 196, κλπ.· τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑψ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε· ὑψ. καὶ χαύνη ἐλπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 341Ε· ὑψηλὰ κομπεῖν Σοφ. Αἴ. 1230. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ δυσδαίμων, Εὐρ. Ἑλ. 418· ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 613· ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψ. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 730· ἐπὶ τούτοις ὑψ. ἐξαίρειν αὑτὸν Πλάτ. Πολ. 494D· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 18, Αἰσχίν. 51. 24· οὕτω, πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Εὐρ. Ἱκ. 555· ἑαυτὸν ὑψηλότερον λημμάτων παρέχειν Λουκ. Νιγρ. 25· ὑψ. τῷ ἤθει Πλουτ. Δίων 4. 3) ἐπὶ ποιητῶν, ἔχων ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 40. 2· τὰ ὑψηλότερα, αἱ ὑψηλότεραι ἔννοιαι ἢ φράσεις, ὁ αὐτ. 43. 3· ὑψ. λέξις, λόγος Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13, Πλουτ. Περικλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
haut, élevé : ἐν ὑψηλῷ εἶναι PLUT être sur une hauteur ; fig. :
1 en parl. du caractère, des pensées, du style;
2 en mauv. part hautain, fier, orgueilleux;
Cp. ὑψηλότερος.
Étymologie: ὕψος.

English (Autenrieth)

(ὕψος): high, lofty, highlying.