Λάκαινα: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(sl1)
(sl1_repeat)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Λᾰκαινα</b> f. adj.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>[[Laconian]] ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ [[κύνα]] τρέχειν πυκινώτατον [[ἑρπετόν]] fr. 106. 1. [[Λάκαινα]] μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112.
|sltr=<b>Λᾰκαινα</b> f. adj.,<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[Laconian]] ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ [[κύνα]] τρέχειν πυκινώτατον [[ἑρπετόν]] fr. 106. 1. [[Λάκαινα]] μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112.
}}
}}

Revision as of 12:26, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λάκαινα Medium diacritics: Λάκαινα Low diacritics: Λάκαινα Capitals: ΛΑΚΑΙΝΑ
Transliteration A: Lákaina Transliteration B: Lakaina Transliteration C: Lakaina Beta Code: *la/kaina

English (LSJ)

[λᾰ], ἡ, fem. of Λάκων, prop.

   A Laconian woman (Phryn. 321), Λ. κόρη Thgn.1002, cf. E.Hec.441, etc.: abs., of Helen, Id.Andr.486 (lyr.); Λάκαιναι, αἱ, title of play by Sophocles: freq., esp. in Trag., Ion. Prose, and X., as fem. Adj., = Λακωνική, Λ. χώρη Hdt. 7.235; χθών, γαῖα, γᾶ, E.Andr.151, Tr.1110 (lyr.), Hel.1473 (lyr.); λίθος Laconian marble, Luc.Hipp.5; πόλις E.Andr.194, 209; κύων X.Cyn.10.4; σκύλαξ Pl.Prm.128c; ἡ Λ. (sc. κύλιξ) Laconian cup, Ar.Fr.216.

Greek (Liddell-Scott)

Λάκαινα: [λᾰ], ἡ, θηλ. τοῦ Λάκων, Λατ. Lacaena, κυρίως, Λακεδαιμονία (Φρύνιχ. ἐν λέξ.), Λ. κόρη Θέογν. 1002, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 441, κτλ.· ἀπολ., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 486· Λάκαιναι, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Σοφ.· ― ἀλλ’ εἶναι ἐν συχνῇ χρήσει ἁπλῶς ὡς θηλ. ἐπίθ. = Λακωνική, Λ. χώρα Ἡρόδ. 7. 235· χθών, γαῖα, γῆ Εὐρ. Ἀνδρ. 151, Τρῳ. 1110, Ἑλ. 1473· πόλις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 193, 208· οὕτως ἡ Λ. (ἄνευ τοῦ χώρα), Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· ― πρβλ. κύων Ι. 2) ἡ Λ. (δηλ. κύλιξ), Λακωνικὸν ποτήριον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
adj. f.
laconienne, de Laconie : λίθος LUC sorte de marbre vert ; ἡ Λάκαινα χώρη HDT, abs.Λάκαινα XÉN le territoire de Laconie, la Laconie.
Étymologie: fém. de Λάκων.

English (Slater)

Λᾰκαινα f. adj.,
   1 Laconian ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. Λάκαινα μὲν παρθένων ἀγέλα fr. 112.