μαστός: Difference between revisions
(slb) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> mamelle :<br /><b>1</b> sein de la femme;<br /><b>2</b> sein de l’homme;<br /><b>3</b> mamelle des animaux;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> sommet arrondi d’une colline, mamelon;<br /><b>2</b> gorge <i>ou</i> nœud d’un filet;<br /><b>3</b> sorte de vase à boire.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μαζός]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>I.</b> mamelle :<br /><b>1</b> sein de la femme;<br /><b>2</b> sein de l’homme;<br /><b>3</b> mamelle des animaux;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> sommet arrondi d’une colline, mamelon;<br /><b>2</b> gorge <i>ou</i> nœud d’un filet;<br /><b>3</b> sorte de vase à boire.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μαζός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:04, 17 August 2017
English (LSJ)
ὁ, Ep., Ion. μαζός, Hom., Hdt. (exc. in 3.133, 5.18, where codd. give μαστός; twice in codd. of Trag., A.Ch.531, E.Ba.701); Dor. μασδός Theoc.3.16,48; later μασθός LXX Is.32.12 (cod.A), al., Asclep. ap. Gal.13.934, Apoc.1.13 (v.l.), IG3.238
A b, PMag.Lond.121.208, etc., also in codd. of A. Ch.545:—usage contradicts the statement of Gramm. that μαζός is the man's breast, μαστός the woman's:— breast, δεξιτερὸν κατὰ μαζόν Il.5.393; of men's breasts, βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο 4.528; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν 8.121, cf. Od.22.82, X.An.1.4.17, 4.3.6. 2 more freq. of a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba pleading with Hector, Il.22.80; εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον ib.83; γυναῖκά τε θήσατο μαζόν sucked her breast, 24.58; πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od. 11.448; σὺ δέ μ' ἔτρεφες . . τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ 19.483; so φαίνουσαι τοὺς μαζούς Hdt.2.85; τοὺς μ. ἀποταμοῦσα Id.4.202; ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα Id.3.133; προὔκειτο μαστῶν περονίς S.Tr.925; προσέσχε μαζόν, of the mother, A.Ch.531; μαστὸν ἀμφέχασκε, of the child, ib.545, cf. 897; μαστῶν ἀποστάς S.El.776; πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν E.Hec.142 (anap.), etc. b rarely of animals, udder, Id.Cyc.55 (lyr.), 207, Call.Jov.48. c generally, of the breasts of all mammalia, Arist.HA521b21, PA688a18 sq., GA 752b23. II metaph., any round, breast-shaped object: 1 round hill, knoll, Pi.P.4.8, X.An.4.2.6, Call.Del.48. 2 round piece of wool fastened to the edge of nets, X.Cyn.2.6, cf. Poll.5.29. 3 at Paphos, breast-shaped cup, Apollod. Cyren. ap. Ath.11.487b, cf. IG7.3498 (Oropus), 11(4).1307.21 (Delos).
Greek (Liddell-Scott)
μαστός: ὁ· Ἰων. καὶ Ἐπικ. μαζός, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρ. καὶ παρ’ Ἡροδ. (πλὴν ἐν 3. 133., 5. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μαστός)· μαστὸς εἶναι πιθανῶς ὁ μόνος τύπος παρὰ Τραγ., ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι γράψῃ μαζὸς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 531, Εὐρ. Βάκχ. 701 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· Δωρ. μασδὸς Θεόκρ. 3. 16 καὶ 48· ὁ δὲ τύπος μασθὸς φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστ., ἂν καὶ εἰσήχθη εἰς τὸ κείμενον Ἀττικῶν συγγραφέων (Αἰσχύλου Χο. 545 καὶ Ξεν.)· ― ἡ χρῆσις ἐν γένει τῶν τύπων μαστὸς καὶ μαζὸς ἀντιφάσκει πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Γραμματ. ὅτι δῆθεν μαζὸς μὲν εἶναι ὁ ἀνδρικός, μαστὸς δὲ ὁ γυναικεῖος. Ὁ εἷς τῶν μαστῶν, δεξιτερὸν παρὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, ἐκτύπησε τὸ στῆθος αὐτοῦ ὑπεράνω τοῦ μαστοῦ, Δ. 133· βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν Θ. 121, πρβλ. Ὀδ. Χ. 8, ἴδε μεταμάζιος· ἐπὶ τῶν ἀνδρικῶν μαστῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17., 4. 3, 6. 2) συνηθέστερον ἐπὶ τοῦ γυναικείου μαστοῦ, μαζὸν ἀνέσχε, ἐπὶ τῆς Ἑκάβης θρηνούσης ἐπὶ τοῦ πτώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 80· εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον αὐτόθι 83· γυναῖκά τε θήσατο μαζόν, γυναικὸς ἐθήλασε μαστόν, Ω. 58· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Ὀδ. Λ. 448· σὺ δέ μ’ ἔτρεφες... τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ Τ. 483· οὕτω, φαίνουσαι τοὺς μαζοὺς Ἡρόδ. 2. 85· τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα 4. 202· ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα 3. 133· καὶ παρὰ Τραγ., αὐτὴ προσέχετε μαστόν, ἐπὶ τῆς μητρός, Αἰσχύλ. Χο. 531· μαστὸν ἀμφέχασκε, ἐπὶ τοῦ τέκνου, αὐτόθι 545, πρβλ. 897· μαστῶν ἀποστὰς Σοφ. Ἠλ. 776, πρβλ. Τρ. 925· πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν Εὐρ. Ἑκάβ. 144, κτλ. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων, = οὖθαρ, τὸ βυζὶ ζῴου, «μαστάρι», ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 55, 207, Καλλ. εἰς Δία 48· ― παρ’ Ἀριστ. εἶναι τὸ γενικὸν ὄνομα τῶν μαστῶν πάντων τῶν θηλαστικῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 10, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ βουνός, πᾶν στρογγύλον καὶ κατὰ σχῆμα ὅμοιον πρὸς μαστὸν πρᾶγμα, στρογγύλος λόφος, γήφολος (Γαλλ. mamelon), Πινδ. Π. 4. 14, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6, Καλλ. εἰς Δῆλ. 48· οὖθαρ. ―Καθ’ Ἡσύχ.: «μαστοί· τὰ ὑψηλὰ τῆς Ἀττικῆς μέρη». 2) στρογγύλον πλέγμα ἐκ λίνου προσπεπλεγμένον εἰς τὰ ἀκρωλένια τοῦ θηρευτικοῦ δικτύου, Ξεν. Κυν. 2, 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 29. 3) παρὰ τοῖς Παφίοις, ποτήριον ἔχον τὸ σχῆμα μαστοῦ, Ἀπολλόδ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 487Β.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. mamelle :
1 sein de la femme;
2 sein de l’homme;
3 mamelle des animaux;
II. p. anal. 1 sommet arrondi d’une colline, mamelon;
2 gorge ou nœud d’un filet;
3 sorte de vase à boire.
Étymologie: cf. μαζός.