εὐκλεής: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(Autenrieth) |
(21) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ές, [[εὐκλειής]] ([[κλέος]]), acc. pl. εὐκλεῖας: [[glorious]], [[renowned]], Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., [[εὐκλεῶς]], εὐκλειῶς, [[gloriously]], Il. 22.110. | |auten=ές, [[εὐκλειής]] ([[κλέος]]), acc. pl. εὐκλεῖας: [[glorious]], [[renowned]], Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., [[εὐκλεῶς]], εὐκλειῶς, [[gloriously]], Il. 22.110. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[εὐκλεής]] (εὐκλέϊ, -έ(α), -εᾶ coni.: -έων, -έας.) <br /> <b>1</b> [[glorious]] εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) [[οἶς]] αἰδοία ποτιστάξῃ [[χάρις]] εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) (O. 10.85) πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) “δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.56) ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: -εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) (P. 12.24) [[τόν]], ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 2.24) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: -εεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 3.68) [[πῶς]] δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, [[ἄγε]], [[Μοῖσα]], [[οὖρον]] ἐπέων εὐκλέα (N. 6.29) νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46) εὐκλέων δ' ἔργων [[ἄποινα]] χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.23) ε]ὐκλέα [[χάριν]] (Pae. 2.103) πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 17 August 2017
English (LSJ)
ές, acc.sg. Εὐκλεέα, contr.
A εὐκλεᾶ Pi.P.12.24 (-έα codd.), shortened εὐκλέᾰ Id.N.6.29, S.OT161 (lyr., s. v.l.), disyll., B.5.196; dat. Εὐκλεέϊ, shortened εὐκλέῐ Pi.N.2.24: acc. pl. Εὐκλεέας, contr. ἐϋκλεῖας Il.10.281, Od.21.331, shortened εὐκλέᾰς Id.O.2.90, Simon. 95.1; later poet. εὐκλειής Epigr.Gr.946 (Tralles), ἐϋκλειής A.R.1.73; gen. εὐκλειοῦς Arch.Pap.1.220 (ii B.C.): (κλέος):—of good report, famous, freq. of persons, Od.l. c., etc.; also of things, οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς ἀπονέεσθαι Il.17.415; ὀϊστοί Pi.O.2.90, cf. N.6.29, etc.; εὐκλέα γλῶσσαν a song that tells of his glory, B. l.c.; γόος εὐκλεὴς . . Ἀτρείδαις A.Ch. 321 (lyr.); βίου πονηροῦ θάνατος -έστερος Id.Fr.90; -έστατος βίος E.Alc.623, etc.: in Prose, of persons, X. Vect.6.1 (Comp.), HG7.2.20 (Sup.), Pl.Mx.247d; δόξα εὐ. Id.Smp. 208d; later πόσῳ εὐκλέεστερον . . ; c. inf., Muson.Fr.19p.109H.; εὐ. θάνατος Ph.2.574 (Sup.). Adv. -εῶς, Ep. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Il.22.110, cf. AP6.332.8 (Hadr.); εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν, A.Pers.328, Ag.1304: Sup. εὐκλεέστατα X.Eq.Mag.1.1. II Εὐκλῆς, Orphic title of Hades, IG14.641 (Thurii).
German (Pape)
[Seite 1074] ές, guten Ruf habend, berühmt; οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεές, es ist nicht rühmlich für uns, Il. 17, 415; über die Formen ἐϋκλεῖας, 10, 281 Od. 21, 331, εὐκληεῖς, Il. 12, 318, vgl. Spitzner Exc. XXII zur Il. Oft bei Pind., von Personen u. Sachen, εὐκλέα νᾶσον N. 5, 15, εὐκλεῖα οὖρον 6, 30, ἔργα, ὀϊστοί, I. 3, 7 Ol. 2, 99; Tragg., θρόνον εὐκλέᾰ (für εὐκλεᾶ) θάσσει Soph. O. R. 161; εἰκλεέστατον βίον Eur. Alc. 623; ἀγαθοὺς καὶ εὐκλεεῖς Plat. Menex. 247 d; δόξης εὐκλεοῦς Conv. 208 d; sonst nicht häufig in Prosa. – Adv. εὐκλεῶς, ruhmvoll, κατθανεῖν Aesch. Ag. 1276; Pers. 320; Eur. öfter; τελευτῆσαι Xen. An. 6, 3, 17; Sp. – Ep. ἐϋκλειῶς, Il. 22, 110; Adrian. ep. 1 (VI, 332).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκλεής: -ές, παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Α. 73, κλ. ἐϋκλειής, ἴδε κατωτ.: οἱ ποιηταὶ μεταχειρίζονται συντετμημένους τύπους πτώσεών τινων, δοτ. εὐκλέϊ ἀντὶ εὐκλεέϊ ἢ -εεῖ, Πινδ. Ν. 2. 39· αἰτ. τοῦ ἑνικ. εὐκλέα ἀντὶ εὐκλεέα ἢ -εᾰ, Πίνδ., Σοφ. Ο. Τ. 161, Βακχυλ. κλ.· αἰτ. τοῦ πληθ. εὐκλέας ἀντὶ εὐκλεέας ἢ -εῖς, Σιμωνίδ. 31. 1, Πινδ. Ο. 2. 163: - ὡσαύτως ἔχομεν τοὺς ἐκτεταμένους ποιητ. τύπους εὐκλειὴς Συλλ. Ἐπιγρ. 2936. αἰτ. εὐκλεῖα Πινδ. Ν. 6. 50· πληθ. ἐϋκλεῖας Ἰλ. Κ. 281, Ὀδ. Φ. 331: πρβλ. ἀγακλέης, (κλέος). Ἔχων καλὸν κλέος, περίφημος, ἔνδοξος, Ὅμ., κλ.· οὐ μὰν ἧμιν ἐϋκλεὲς Ἰλ. Ρ. 415· γόος... εὐκλεὴς… Ἀτρείδαις, πρὸς δόξαν τῶν Ἀτρειδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 321· βίου πονηροῦ θάνατος εὐκλεέστερος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 86· εὐκλεέστατος βίος Εὐρ. Ἄλκ. 633, κτλ.· - Ἐπίρρ. -ειῶς, ὀλέσθαι ἐϋκλειῶς πρὸ πόληος Ἰλ. Χ. 110, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 332· εὐκλεῶς ἀπολέσθαι, κατθανεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 328, Ἀγ. 1304· Ὑπερθ., εὐκλεέστατα Ξεν. Ἱπαρχικ. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐϋκλεής;
ής, ές ; gén. εὐκλεέος-εοῦς;
illustre, glorieux;
Cp. εὐκλεέστερος, Sp. εὐκλεέστατος.
Étymologie: εὖ, κλέος.
English (Autenrieth)
ές, εὐκλειής (κλέος), acc. pl. εὐκλεῖας: glorious, renowned, Il. 10.281, Od. 21.331.—Adv., εὐκλεῶς, εὐκλειῶς, gloriously, Il. 22.110.
English (Slater)
εὐκλεής (εὐκλέϊ, -έ(α), -εᾶ coni.: -έων, -έας.)
1 glorious εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες (O. 2.90) οἶς αἰδοία ποτιστάξῃ χάρις εὐκλέα μορφάν (O. 6.76) παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ (byz.: εὐκλεεῖ codd., cf. Wil., Verskunst, 59) (O. 10.85) πάνδοκον ναὸν εὐκλέα διανέμων (P. 8.62) “δέξεται εὐκλέα νύμφαν” (P. 9.56) ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (Er. Schmid: εὐκλέα codd: -εέα scribebam” Schr., cf. Παρθ. 2. 38) (P. 12.24) τόν, ὦ πολῖται, κωμάξατε Τιμοδήμῳ σὺν εὐκλέι νόστῳ (Calliergus: εὐκλεεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 2.24) ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ (Mosch.: -εεῖ codd., cf. (O. 10.85) ) (N. 3.68) πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον (N. 5.15) εὔθυν' ἐπὶ τοῦτον, ἄγε, Μοῖσα, οὖρον ἐπέων εὐκλέα (N. 6.29) νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.46) εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν (I. 3.7) ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων (I. 4.23) ε]ὐκλέα χάριν (Pae. 2.103) πανδαίδαλόν τ' εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75.5.