Ἄμμων: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(21)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>.
|btext=ωνος (ὁ) :<br />Ammon, <i>n. égyptien de Zeus</i>.
}}
{{Slater
|sltr=[[Ἄμμων]] cult [[name]] of [[Zeus]] in [[Libya]] “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) [[Ἄμμων]] Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. [[test]]., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[Ἄμμων]] cult [[name]] of [[Zeus]] in [[Libya]] “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) [[Ἄμμων]] Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. [[test]]., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.
|sltr=[[Ἄμμων]] cult [[name]] of [[Zeus]] in [[Libya]] “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) [[Ἄμμων]] Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. [[test]]., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.
}}
}}

Revision as of 14:01, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἄμμων Medium diacritics: Ἄμμων Low diacritics: Άμμων Capitals: ΑΜΜΩΝ
Transliteration A: Ámmōn Transliteration B: Ammōn Transliteration C: Ammon Beta Code: *)/ammwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, the Libyan

   A Zeus, Ζεὺς Ἄ. Pi.P.4.16: said to be Egyptian, Hdt.2.42; Ἄμμωνος (κέρας), = κορωνόπους, Ps.-Dsc.2.130, etc.:—fem. Adj. Ἀμμωνίς, ίδος, Libyan, Ἀ. ἕδρα seat of Ammon, i. e. Libya, E.Alc.114, El.734: Subst. Ἀ., ἡ, name of state-trireme, Din.Fr.14.2:—also Ἀμμωνιάς, άδος, Phot. s.v. Πάραλος: Ἀμμωνιακός, ή, όν, ἀπάτη AP7.687 (Pall.), esp. Ἀ. ἅλας kind of rock-salt, Dinon 15, cf. Dsc.5.109, Gp.6.6.1, PMag.Lond.46.397:—ἀμμο-κή, ἡ, Ferula marmarica, Ps.-Dsc.3.84:—ἀμμο-κόν, τό, gum-ammoniacum, Dsc.3.48.

Greek (Liddell-Scott)

Ἄμμων: -ωνος, ὁ, ὁ Λιβυκὸς Ζεὺς Ἄμμων: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι Αἰγυπτιακὴ ἡ λέξις, Ἡρόδ. 2. 42 (ἔνθα ἴδε τὸν Bähr), Πινδ. Π. 4. 28, κτλ.: - θηλ. ἐπίθ. Ἀμμωνίς, ίδος, = Λιβυκή, Ἀ. ἕδρα, ἡ ἕδρα τοῦ Ἄμμωνος, ὅ ἐ. ἡ Λιβύη, Εὐρ. Ἄλκ. 114, Ἠλ. 734: - Ὁ Φώτ. ἔχει Ἀμμωνιάς, άδος.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
Ammon, n. égyptien de Zeus.

English (Slater)

Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.

English (Slater)

Ἄμμων cult name of Zeus in Libya “Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” (P. 4.16) Ἄμμων Ὀλύμπου δέσποτα fr. 36. test., Paus. 9. 6. 1, ἀπέπεμψε δὲ ὁ Πίνδαρος καὶ Λιβύης ἐς Ἀμμωνίους τῷ Ἄμμωνι ὕμνους (ὕμνον coni. Schneider.) fr. 36, cf. fr. 58.