ἀνίατος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> incurable;<br /><b>2</b> qui ne remédie à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰάομαι]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> incurable;<br /><b>2</b> qui ne remédie à rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἰάομαι]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀνίατος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[incurable]] ]ἀνίατον εἰ[ fr. 260. 3.
}}
{{Slater
|sltr=[[ἀνίατος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[incurable]] ]ἀνίατον εἰ[ fr. 260. 3.
}}
}}

Revision as of 14:11, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνίᾱτος Medium diacritics: ἀνίατος Low diacritics: ανίατος Capitals: ΑΝΙΑΤΟΣ
Transliteration A: aníatos Transliteration B: aniatos Transliteration C: aniatos Beta Code: a)ni/atos

English (LSJ)

[ῑ], Ion. ἀν-ίητος, ον,

   A incurable, Hp.Aph.7.87; ἕλκος, τραῦμα, Pl.Lg.877a, 878c: also in moral sense, πράγματα ib.660c; ἀ. καὶ ἀνήκεστα κακά Aeschin.3.156; ἀνελευθερία ἀ. ἐστιν Arist.EN1121b13.    2 of persons, incurable, incorrigible, Pl.R.410a, Grg.526b; ἀ. κατὰ τὴν μοχθηρίαν Arist.EN1165b18, al. Adv. ἀνιάτως, ἔχειν to be incurable, Pl.Phd.113e, D.18.324; οἱ ἀ. κακοί Arist.EN1137a29.    II Act., ἀ. μετάνοια unavailing repentance, Antipho 2.4.12.

German (Pape)

[Seite 236] unheilbar, ἕλκος, τραῦμα, Plat. Legg. 877 a 878 c; von Menschen, Gorg. 526 b u. sonst; ἀνιάτως ἔχειν Phaed. 113 e; Dion. Hal. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίᾱτος: Ἰων. -ίητος, ον, ὁ μὴ ἰατός, ἀνιάτρευτος, Ἱππ. Ἀφ. 1262· ἕλκος, τραῦμα Πλάτ. Νόμ. 877Α, 878C· ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, πράγματα αὐτόθι 660C· ἀν. καὶ ἀνήκεστα κακὰ Αἰσχίν. 75. 42· ἀνελευθερία ἀν. ἐστιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀδιόρθωτος. Πλάτ. Πολ. 410Α, Γοργ. 526Β· ἀν. διὰ μοχθηρίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 3, 3, καὶ ἀλλαχοῦ: οὕτως ἐπίρρ., ἀνιάτως, οἱ δ’ ἂν δόξωσιν ἀνιάτως ἔχειν διὰ τὰ μεγέθη τῶν ἁμαρτημάτων Πλάτ. Φαίδων 113Ε, Δημ. 332. 21· οἱ ἀν. κακοὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5, 9, 17. II. ἐνεργ., ἀν. μετάνοια, ἀνωφελής, ματαία, πρὸς οὐδὲν ἰσχύουσα, Ἀντιφῶν 120. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 incurable;
2 qui ne remédie à rien.
Étymologie: ἀνά, ἰάομαι.