ἀρίζηλος: Difference between revisions
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[δῆλος]]): [[conspicuous]], [[clear]], Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., [[ἀριζήλως]], Od. 12.453†. | |auten=([[δῆλος]]): [[conspicuous]], [[clear]], Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., [[ἀριζήλως]], Od. 12.453†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰρίζηλος</b> <br /> <b>1</b> [[conspicuous]] ὁ μὰν [[πλοῦτος]] ἀστὴρ [[ἀρίζηλος]] (O. 2.55) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 17 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον (Dor.
A -ζηλος IG9(1).270), also η, ον, v. infr.:—Ep. for ἀρίδηλος (-ζηλος from δyηλος, cf. δῆλος from δεyαλος and δέατο), conspicuous, of lightning, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound, ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib.519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6. Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453. II Dor. ἀρίζαλος (ζῆλος), = sq., Call.Epigr.52, Hsch.s.v.ἀρι-.
German (Pape)
[Seite 350] 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίζηλος: -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς ἐναργής, Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «μεγάλως ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, ὥστε θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· οὕτως Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, ῥεῖα δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει ἀΐζηλος. ΙΙ. (ζῆλος) = ἀριζήλωτος μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· μεγάλως, ὅθεν καὶ ἀρίζηλος ὁ μεγάλως ζηλωτός».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très clair, brillant.
Étymologie: ἀρι-, *ζῆλος=δῆλος.
English (Autenrieth)
(δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.
English (Slater)
ᾰρίζηλος
1 conspicuous ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)