ἐπόμνυμι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπομοῦμαι, <i>ao.</i> ἐπώμοσα;<br /><b>1</b> jurer en outre, confirmer ce qu’on dit par un serment : ἐπομόσας [[εἶπε]] HDT il déclara avec serment ; [[τι]] confirmer par un serment une parole, une promesse ; ἐπίορκον ἐπ. IL prononcer un faux serment ; ἐπ. τοὺς θεούς ESCHN, ἥλιον HDT jurer par les dieux, par le soleil;<br /><b>2</b> jurer de nouveau;<br /><b>3</b> jurer à la suite de qqn : ἐπ. ὅρκον τινί prononcer un serment après qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπόμνυμαι s’engager par un serment : κατὰ [[τῶν]] [[θεῶν]] LUC jurer au nom des dieux ; [[ἐπί]] τινος au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄμνυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἐπομοῦμαι, <i>ao.</i> ἐπώμοσα;<br /><b>1</b> jurer en outre, confirmer ce qu’on dit par un serment : ἐπομόσας [[εἶπε]] HDT il déclara avec serment ; [[τι]] confirmer par un serment une parole, une promesse ; ἐπίορκον ἐπ. IL prononcer un faux serment ; ἐπ. τοὺς θεούς ESCHN, ἥλιον HDT jurer par les dieux, par le soleil;<br /><b>2</b> jurer de nouveau;<br /><b>3</b> jurer à la suite de qqn : ἐπ. ὅρκον τινί prononcer un serment après qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐπόμνυμαι s’engager par un serment : κατὰ [[τῶν]] [[θεῶν]] LUC jurer au nom des dieux ; [[ἐπί]] τινος au nom de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὄμνυμι]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἐπόμνυμι]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[swear]] ]οδέρκεν ἐπομοσς[ Πα. 22i. 1, = Page, PMG, 918c. 1.
}}
}}

Revision as of 14:32, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόμνῡμι Medium diacritics: ἐπόμνυμι Low diacritics: επόμνυμι Capitals: ΕΠΟΜΝΥΜΙ
Transliteration A: epómnymi Transliteration B: epomnymi Transliteration C: epomnymi Beta Code: e)po/mnumi

English (LSJ)

or -ύω (v. infr. 3), fut.

   A ἐπομοῦμαι Ar.Lys.211: aor. ἐπώμοσα: —swear after, swear in accordance (with an order given), οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπώμνυον Od.15.437, cf. Th.2.5.    2 c. acc. cogn., ἐπίορκον ἐπώμοσε Il.10.332 ; ὅς κεν τὴν ἐπίορκον..ἐπομόσσῃ whosoever swear a false oath by it [the Styx], Hes.Th.793, cf. Emp.115.4 ; also ἐ. ὅρκον τινί swear an oath at his dictation, Plu.Cic.23:—Med., ἐ. ὅρκον Stud.Pal.20.122.16 (v A. D.), etc.    3 c. acc. pers., ἐ. ἥλιον to swear by.., Hdt.1.212 ; ἐ. τινά θεῶν E.IT747, cf. Ar.Nu.1227, Schwyzer 721.5 (iv B. C.), etc. ; ἐ. θεοὺς ὡς.. E.Ph.433 ; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν X.Cyr.6.4.6 ; ἐ. τὴν σὴν (sc. Καίσαρος) τύχην J.AJ16.10.8 : c. dupl. acc., μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Thgn.1195:—Med., ἐπόμνυμαι Δία f.l. in Jusj. ap. D.24.151 ; ἐπόμνυσθαι κατά τινος Luc. Icar.9, Cal.18.    4 c. acc. rei, swear to a thing, Ar.Lys.211 : abs., Pl.Lg.917b.    5 c. inf., swear that, ἐ. θεοὺς μὴ πρότερον ἐκδύσεσθαι.. Hdt.5.106, cf. E.IT974, Pl.Criti.120a:—Med., ἐπωμόσατο..εἰδέναι Αἰσχίνην Test. ap. D.18.137 ; ἐπομνύειν ἦ μήν c. pres. inf., Plu.Alex.47 ; Ep., ἐ. ἦ μέν.. c. fut. inf., A.R.2.715, etc.; ἐ. ὅτι.. Plu.Per.30.    6 abs. in aor. part., with another Verb, ἐπομόσας εἶπε he said with an oath, Hdt.8.5, X.An.7.8.2.    II Med., = ὑπόμνυσθαι (nisi hoc leg.), Ar.Pl.725.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. ὄμνυμι), auch ἐπομνύω, darauf, dabei schwören; absol., Od. 15, 437; ἐπομόσας εἶπε, er sagte u. schwor dabei, unter Hinzufügung eines Eides, Her. 8, 5; Xen. An. 7, 8, 2; vgl. Cyr. 4, 1, 11; καὶ ἐπομόσαι φασὶν αὐτούς Thuc. 2, 5; – c. inf. öfter, Eur. I. T. 974; Plat. Critia. 120 a u. sonst; auch Sp., λοιβαῖς εὐαγέεσσιν ἐπώμοσαν ἦ μὲν ἀρήξειν ἀλλήλοις Ap. Rh. 2, 715; – c. acc., Etwas beschwören, Ar. Lys. 211; Xen. Cyr. 4, 1, 23 u. öfter; – anders ἐπίορκον ἐπώμοσεν, er schwor darauf einen vergeblichen Eid, Il. 10, 332; in tmesi, ἐπὶ δ' ὅρκον ὄμοσσεν, 23, 24 u. öfter; – mit Hinzufügung des Gegenstandes, bei dem man schwört, im acc., μήτι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Theogn. 1195, wie ὅς κεν τὴν ἐπίορκον – ἐπομόσσῃ Hes. Th. 793, bei den Göttern einen Meineid schwören; καὶ νὴ Δί' ἀποδώσειν ἐπώμνυς τοὺς θεούς, du schworst bei allen Göttern, es zurückzugeben, Ar. Nubb. 1227; Eur. Phoen. 433 I. T 747; ἥλιον ἐπ. τοι, bei der Sonne schwöre ich dir, Her. 1, 212; ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν, bei unserer Freundschaft, Xen. Cyr. 6, 4, 6; ἐπομόσας τοὺς ὁρκίους θεούς Aesch. 1, 114; Sp. – Auch κατὰ πάντων τῶν θεῶν, Luc. calumn. 18. – Noch dazu schwören, ὅταν ὀμνύωσι τὸν πατρικὸν ὅρκον, ἐπομνύειν Plut. Pericl. 30. – Jem. nachschwören, Cic. 33. – Med., = act., sich dabei verschwören, Ar. Plut. 725; ἐπόμνυμαι τὸν Δία, im Heliasteneid, Dem. 24, 151; ἐπὶ τῶν στρατηγῶν, bei den Strategen, 18, 137; κατά τινος, Luc. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόμνυμι: καὶ -ύω: μέλλ. ἐπομοῦμαι: ἀόρ. ἐπώμοσα. Ὀμνύω μετὰ ταῦτα, ὀμνύω συμφώνως πρὸς δοθεῖσαν παραγγελίαν ἢ διαταγήν, οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπώμνυον (δι. γραφ. ἀπ-), Ὀδ. Ο. 437 πρβλ. Θουκ. 2. 5 (ἐν Ἰλ. Α. 233, Ὀδ. Υ. 229, κτλ. καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι, κτλ., ἡ ἐπὶ κεῖται ἐπιρρηματικῶς, προσέτι). 2) μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., ἐπίορκον ἐπώμοσεν (ἴδε ἐν λ. ἐπίορκος), Ἰλ. Κ. 332 ὅς κεν τὴν ἐπίορκον… ἐπομόσσῃ, ὁστισδήποτε ὀμόσῃ ψευδῆ ὅρκον ἐν ὀνόματι αὐτῆς τῆς Στυγός, Ἡσ. Θ. 793. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐπ. τὸν ἥλιον ὁρκίζεσθαι εἰς τὸν..., Ἡρόδ. 1. 212· ἐπ. τινὰ θεῶν, Λατ. deos jurare, Εὐρ. Ι. Τ. 747, κτλ.· ἐπ. θεοὺς ὡς..., ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 433· οὕτως, ἐπομνύω σοι τὴν ἐμὴν καὶ σὴν φιλίαν Ξεν. Κύρ. 6. 4, 6· μετὰ διπλῆς αἰτιατ., μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι Θέογν. 1195. - Μέσ., ἐπόμνυσθαι τοὺς θεοὺς παρὰ Δημ. 747. 12· ὡσαύτως, οἱ δὲ κατὰ κυνῶν καὶ χηρῶν καὶ πλατάνων ἐπώμνυντο Λουκ. Ἰκαρομέν. 9· ἐπομοσάμενος κατὰ πάντων θεῶν ὁ αὐτ. π. Διαβολ. 18. 4) μετ’ αἰτιατ. πράγμ. ὡσαύτως, ὁρκίζομαι εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστοφ. Λυσ. 211, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 23. 5) μετ’ ἀπαρ., ὁρκίζομαι ὅτι, Ἡρόδ. 5. 106, Εὐρ. Ι. Τ. 794, Πλάτ. Κριτίας 120Α· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ ἐπωμόσατο… εἰδέναι Αἰσχίνην Δημ. 273. 7· ὡσαύτως, ἐπομνύειν ἦ μὴν μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Συμπ. 9, 6, Πλουτ. Ἀλέξ. 47· Ἐπικ. ἐπ. ἦ μέν… Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 715, κτλ.· ἐπ. ὅτι… Πλουτ. Περικλ. 30. 6) ἀπολ. κατὰ μετοχ. ἀορ. μετ’ ἄλλου ῥήματος, ἐπομόσας εἶπε, εἶπε μεθ’ ὅρκου, ἐνόρκως, Ἡρόδ. 8. 5, Ξεν. Ἀν. 7. 8, 2. ΙΙ. ἐν τῷ Μέσ. = ὑπόμνυσθαι (ἂν μὴ ἀναγνωστέον αὐτὸ τοῦτο), Ἀριστοφ. Πλ. 725.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπομοῦμαι, ao. ἐπώμοσα;
1 jurer en outre, confirmer ce qu’on dit par un serment : ἐπομόσας εἶπε HDT il déclara avec serment ; τι confirmer par un serment une parole, une promesse ; ἐπίορκον ἐπ. IL prononcer un faux serment ; ἐπ. τοὺς θεούς ESCHN, ἥλιον HDT jurer par les dieux, par le soleil;
2 jurer de nouveau;
3 jurer à la suite de qqn : ἐπ. ὅρκον τινί prononcer un serment après qqn;
Moy. ἐπόμνυμαι s’engager par un serment : κατὰ τῶν θεῶν LUC jurer au nom des dieux ; ἐπί τινος au nom de qqn.
Étymologie: ἐπί, ὄμνυμι.

English (Slater)

ἐπόμνυμι
   1 swear ]οδέρκεν ἐπομοσς[ Πα. 22i. 1, = Page, PMG, 918c. 1.