παίζω: Difference between revisions
ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[παῖς]]), ipf. παίζομεν, aor. imp. παίσατε: [[play]] (as a [[child]]); of [[dancing]], Od. 8.251; a [[game]] at [[ball]], Od. 6.100. | |auten=([[παῖς]]), ipf. παίζομεν, aor. imp. παίσατε: [[play]] (as a [[child]]); of [[dancing]], Od. 8.251; a [[game]] at [[ball]], Od. 6.100. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=[[παίζω]] <br /> <b>1</b> [[play]] c. intern. acc. [[οἷα]] παίζομεν φίλαν [[ἄνδρες]] ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.16) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (sc. [[Bellerophon]], [[mounted]] on Pegasos) (O. 13.86) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
Dor. παίσδω Theoc.15.42: Lacon. pres. part. gen. pl. fem. παιδδωἇν Ar. Lys.1313 (lyr.): fut. παιξοῦμαι Syrac. in X.Smp. 9.2,
A παίξομαι LXX 2 Ki.6.21, AP12.46 (Asclep.), παίξω ib.211 (Strat.), Anacreont.41.8: aor. 1 ἔπαισα Hom. (v. infr.), Ar.Pl.1055, etc.: pf. πέπαικα Men.923.3: pf. Pass. πέπαισμαι Hdt.4.77 (v.l. πέπλασται), Ar.Th.1227; imper. πεπαίσθω Pl.Euthd.278d: also aor. ἔπαιξα Crates Com.23, Ctes.Fr.29.59, LXX Jd.16.25, Luc.DDeor.6.4, etc.: pf. πέπαιχα Plu.Dem.9:—Pass., aor. ἐπαίχθην Id.2.123f, Hld.8.6: pf. πέπαιγμαι Epigr.Gr.979.3 (Philae); inf. πεπαῖχθαι Timarch. ap. Ath.11.501f; imper. πεπαίχθω Phld.Mus.p.106 K., Fronto Epig.Gr.5.86: Hom. uses only pres. and impf., and (in Od.8.251) aor. imper. παίσατε; Trag. only pres.: (παῖς):—prop., play like a child, sport, τῇ δέ θ' ἅμα Νύμφαι . . ἀγρονόμοι παίζουσι Od.6.106, cf. 7.291 (never in Il.), Hdt.1.114, etc.: metaph., αἰὼν παῖς ἐστὶ παίζων Heraclit.52. 2 esp. dance, παίσατε Od.8.251; δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν ἀνδρῶν παιζόντων 23.147, cf. Hes.Sc.277; π. τε καὶ χορεύειν Ar.Ra.409, cf. 390; ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν Pi.O.13.86:—Pass., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, of the chorus, Ar. Th.1227. 3 play [a game], σφαίρῃ π. Od.6.100; κλεψύδρῃ Emp.100.9; κύβοις ἐπὶ συνθήκαις π. Ctes.l.c.; ἀντ' ἀστραγάλων κονδύλοισι π. Pherecr.43, cf. Antiph.92; π. διὰ γραμμῆς (v. γραμμή III. 2); π. πρὸς κότταβον Pl.Com.46.1; μετά τινων with others, Hdt.1.114: c. acc. cogn., κότταβον ἀγκύλῃ π. Anacr.53 (dub.); σφαῖραν Plu.Alex.73; π. παιδιὰν πρός τινα Ar.Pl.1055, cf. Pl.Alc.1.110b; κύνα καὶ πόλιν π., of a game similar to our draughts, Cratin. 56: with Advbs., φαινίνδα π. Antiph.283, cf. Crates Com. l.c., etc. 4 play on a musical instrument, h.Ap.206: c. acc., Πὰν ὁ καλαμόφθογγα παίζων Ar.Ra.230; dance and sing, Pi. O.1.16. 5 play amorously, πρὸς ἀλλήλους X.Smp.9.2; μετά τινος LXX Ge.26.8; of mares, Arist.HA572a30. 6 hunt, pursue game, π. κατ' ἄλσος S. El.567. II jest, sport, Hdt.2.28, 5.4, 9.11; opp. σπουδάζω, X. Mem.4.1.1; opp. σπουδῇ λέγω, Id.Cyr.8.3.47; παίζετε ταῦτα λέγοντες (opp. σπουδάζετε) Pl.Euthd.283b; π. καὶ χλευάζειν Ar.Ra.376; π. καὶ γελᾶν Antiph.218.4; πῖνε, παῖζε Amphis 8; π. πρός τινα make fun with a person, E.HF952, cf. Pl.Men.79a, Men.Pk.198; π. εἴς τι play with a thing, Pl.Phd.89b: c. Adj. neut., τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους X.Cyr.6.1.6: part. παίζων is freq. abs., jestingly, Pl.Tht.145b, al.; opp. σπουδάζων, Id.Lg.636c, al.:—Pass., ὁ λόγος πέπαισται has been made up as a jest (v.l. for πέπλασται), Hdt.4.77; ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν enough of jest, Pl.Euthd.278d, cf. Phdr.278b, Phld. l.c.; πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Timarch. l.c.; τοῦτο τὸ παιζόμενον 'as the joke is', Plu. 2.1090f; τὸ Μενεδήμῳ πεπαιγμένον ib.81e; but οἷα πέπαιγμαι, in act. sense, Epigr.Gr.979.3 (Philae). 2 c. acc., play with, make sport of, Luc.Nigr.20, AP10.64 (Agath.). 3 Gramm., of words played upon or coined for the joke's sake, οἱ κωμῳδοὶ παίζειν εἰώθασι τὰ τοιαῦτα Sch.Ar.Av.42, cf. 68, etc.
German (Pape)
[Seite 442] fut. παίξομαι u. παιξοῦμαι, z. B. Xen. Conv. 9, 2, aor. ἔπαισα, so beides attisch, vgl. Schol. Ar. Th. 947 u. Atticisten, nur dor. ἔπαιξα, Phryn. 102, oder nach Moeris hellenistisch, doch ist προσέπαιξεν v. l. bei Xen. Mem. 3, 1, 4, παῖξαι Plat. Euthyd. 278 c, ὑποπαίξας Ael. H. A. 12, 21, ἵνα τι παίξωμεν S. Emp. pyrrh. 2, 211; perf. πέπαισμαι, erst Sp. πέπαιγμαι, die auch das perf. act. πέπαιχα bilden, vgl. Lob. Phryn. 240; – scherzen, wie die Kinder spielen, lachen; Od. 6, 106. 7, 291; H. h. Cer. 425; παίσατε, Od. 8, 251, wo es tanzen bedeutet, wie 23, 147; H. h. Ven. 120; Hes. Sc. 277. 282; μετ' αὐτῆς παίζων χορεύειν βούλομαι, Ar. Ran. 415; παίζων ἐνόπλια, vom Waffentanze, Pind. Ol. 13, 83; – ein musikalisches Instrument spielen, H. h. Apoll. 206; – gew. übh. scherzen, οἷα παίζομεν ἀμφὶ τράπεζαν, mit Hindeutung auf den Chorgesang, Pind. Ol. 1, 16; θεᾶς παίζων κατ' ἄλσος, Soph. El. 557, scheint auf die Jagd zu gehen; παίζει πρὸς ἡμᾶς δεσπότης, Eur. Herc. Fur. 952; auch = spotten, verlachen, παίσαντα καὶ σκώψαντα vrbdt Ar. Ran. 392, wie παίζων καὶ χλευάζων 375 (wovon es Plut. Symp. 2, 1, 5 unterscheidet); πέπαισται μετρίως ἡμῖν, Th. 1230; vgl. οὐκοῦν ἤδη πεπαίσθω μετρίως ἡμ ῖν τὰ περὶ λόγων, Plat. Phaedr. 278 b; πεπαῖχθαί τις ἂν οἰηθείη τὴν λέξιν, Timarch. bei Ath. XI, 501 e, wie ὁ λόγος ἄλλως πέπαισται ὑπὸ Ἑλλήνων, ist zum Scherz erdichtet, Her. 4, 77; οὐχ ὅτι παίζει, καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι, Plat. Prot. 336 d, er sagt zum Spaß; πότερον παίζετε ταῦτα λέγοντες, Euthyd. 283 b; πρός τινα, Gorg. 500 d Hipp. mai. 300 d; εἰς τὰς τρίχας μου, auf meine Haare spotten, Phaed. 89 b, wie Plut. Alex. 38 u. a. Sp.; Ggstz σπουδάζω, Plat. Phaedr. 234 d Gorg. 481 a (wie bei Xen. Cyr. 8, 3, 47 im Ggstz von σπουδῇ λέγειν); καὶ γελᾶν, Euthyphr. 3 e; mit dem accus., παιδιάν, Scherz treiben, Alc. I, 110 b, wie Ar. Plut. 1057 u. Luc. Prom. 8; auch παίζω παλαιστήν, ich spiele den Ringer. Epict. encheir. 29; παίζειν διὰ σκωμμάτων εἰς τοὺς ἀπαντῶντας, Plut. Camill. 33. – Sp. auch τί, verspotten, Luc. Nigr. 20; τινά τινι, Einen womit necken, Sp., die es auch bes. von verliebten Tändeleien brauchen, vgl. Naeke Choeril. p. 245. – Die dor. Form παίσδω Theocr. 15, 42 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
παίζω: Δωρ. παίσδω, Θεόκρ. 15. 42· μέλλ. παιξοῦμαι Συρακόσ. ἐν Ξεν. Συμπ. 9, 2, παίξομαι Ἀνθολ. Π. 12. 46, παίξω αὐτόθι 211, Ἀνακρέοντ. 41. 8· - ἀόρ. α΄ ἔπαισα Ὅμ., Ἀττικ., πρκμ. πέπαικα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 17, παθ. πρκμ. πέπαισμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ., καὶ ῥημ. ἐπίθ. παιστέον (ἄν καὶ οἱ αὐτοὶ τύποι ἀνήκουσι καὶ εἰς τὸ παίω). - Μεταγενέστ. συγγραφεῖς ἔχουσι τοὺς κατὰ τὴν γραμματικὴν ἀναλογίαν τύπους, ἀόρ. ἔπαιξα Κτησ. Περσ. 59, Λουκ., κτλ.· πρκμ. πέπαιχα Πλουτ. Δημοσθ. 9· - Παθ., ἀόρ. ἐπαίχθην ὁ αὐτ. 2. 123Ε, Ἡλιόδ.: παθ. πέπαιγμαι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 979. 3, ἴδε κατωτ. ΙΙ· - ὁ Ὅμηρ. χρῆται μόνον ἐνεστ. καὶ παρατ., καὶ (ἐν Ὀδ. Θ. 251) τῇ προστ. ἀορ. παίσατε· οἱ δὲ Τραγ. μόνον τῷ ἐνεστ.: (παῖς). Κυρίως, παίζω ὡς παιδίον, διασκεδάζω, «παίζω», τῇ δέ θ’ ἅμα Νύμφαι .. ἀγρονόμοι παίζουσι Ὀδ. Ζ. 106, πρβλ. Η. 291 (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ἰλ.), Ἡρόδ. 4. 114, κτλ. 2) ὀρχοῦμαι, χορεύω, παίσατε Ὀδ. Θ. 251· δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν ἀνδρῶν παιζόντων Ψ. 147, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 277· π. τε καὶ χορεύειν Ἀριστ. Βάτρ. 407, πρβλ. 388· ἐνόπλια .. ἔπαιζεν (ἴδε ἐνόπλιος) Πινδ. Ο. 13. 123· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, . Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 299· - καὶ ἐν τῷ παθ., ἀλλὰ πέπαισται μετρίως ἡμῖν, ἐπὶ τοῦ χοροῦ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1227. 3) παίζω [[[παιγνίδιον]]], σφαίρῃ π., παίζω τὴν σφαῖραν, κοινῶς «τὸ τόπι», Ὀδ. Ε. 100· κλεψύδρῃς παίζ. Ἐμπεδ. 351· ἀντ’ ἀστραγάλων κονδύλοισι παίζετε Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλοις» 9, πρβλ. Ἀντιφάν. ἐν «Ἐπιδαυρίῳ» 1· π. διὰ γραμμῆς (ἴδε γραμμὴ ΙΙΙ. 2)· πρὸς κότταβον παίζειν Πλάτ. Κωμ. ἐν Διὶ κακουμένῳ» 1· μετά τινων Ἡρόδ. 1. 114· ὡσαύτως, μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. κότταβον Ἀνακρ. 23· σφαῖραν Πλουτ. Ἀλέξ. 73· ὡσαύτως, πρὸς κότταβον Πλάτ. Κωμ. ἐν Διὶ κακουμένῳ» 1· π. παιδιὰν πρός τινα Ἀριστοφ. Πλ. 1055-7, πρβλ. Πλάτ. Ἀλκ. 1. 110Β· κύνα καὶ πόλιν π., ἐπὶ παιγνιδίου ὁμοίου τῷ νῦν παιζομένῳ «ζατρικίῳ» ἢ τῇ «ντάμᾳ», Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 3 (ἔνθα ἴδε Meineke)· ὡσαύτως μετ’ ἐπιρρ., φαινίνδα π. Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 8, πρβλ. Κράτητα ἐν «Παιδιαῖς» 2. 4) παίζω μουσικὸν ὄργανον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 206· - καὶ οὕτω, χορεύω καὶ ᾄδω (πρβλ. μολπὴ), Πινδ. Ο. 1. 24. 5) παίζω ἐρωτικῶς, Näke εἰς Χοιρίλ. σ. 245· πρὸς ἀλλήλους Ξεν. Συμπ. 9, 2· ἐπὶ θηλειῶν ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18. 12. 6) διασκεδάζω θηρεύων, ἐξέρχομαι εἰς κυνηγέσιον, π. κατ’ ἄλσος Σοφ. Ἠλ. 567. ΙΙ. διασκεδάζω, παίζω, «χωρατεύω», λέγω ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 28., 5. 4., 9. 11· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζω, Πλάτ. Νόμ. 636C, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1. 1· πρὸς τὸ σπουδῇ λέγω, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 47· παίζετε λέγοντες Πλάτ. Εὐθύδ. 283Β· π. καὶ χλευάζειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 376, πρβλ. 392· π. καὶ γελᾶν Ἀντιφάνης εν «Φιλοθηβαίῳ» 2, 4: πῖνε, παῖζε· θνητὸς ὁ βίος, ὀλίγος οὑπὶ γῇ χρόνος Ἄμφις ἐν «Γυναικοκρατίᾳ» 1· π. πρός τινα, περιπαίζω τινά, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 952, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 79Α· π. εἴς τι, λέγω ἀστεῖα περί τινος πράγματος, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 89Β· μετ’ οὐδ. ἐπιθετικῆς ἀντωνυμίας, τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους Ξεν. Κύρ. 6. 1, 6· ἡ μετοχ. παίζων, συχνάκις κεῖται ἀπολ., ἀστειευόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 145Β, κ. ἀλλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σπουδάζων, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 636C, κ. ἀλλ.· - Παθητ., ὁ λόγος πέπαισται, ἔχει λεχθῇ ἀστείως, χάριν ἀστεϊσμοῦ, Ἡρόδ. 4. 77· ταῦτα πεπαίσθω ὑμῖν, ἀρκετὰ ἐλέχθησαν ἀστεῖα, Πλάτ. Εὐθύδ. 278D, πρβλ. Φαίδρ. 278Β· πεπαῖχθαι τὴν λέξιν Τίμαρχ. παρ’ Ἀθην. 501Ε· τοῦτο τὸ παιζόμενον, τὸ ἀστείως λεγόμενον, Πλούτ. 2. 1090F· τὸ πεπαιγμένον ὁ αὐτ. 2. 81Ε· - ἀλλά, οἷα πέπαιγμαι, ἐπὶ ἐνεργητ. σημασίας, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 979. 3. 2) μετ’ αἰτ. παίζω μέ τι, ἐμπαίζω, περιπαίζω, Ἀνθολ. Π. 10. 64, Λουκ. Νιγρ. 20. 3) παρὰ τοῖς γραμμ., ἐπὶ λέξεων, ἐφ’ ὧν γίνονται ἀστεϊσμοί, ἢ αἵτινες ἐσχηματίσθησαν χάριν λογοπαιγνίου.
French (Bailly abrégé)
f. παίξω, ao. ἔπαισα ou ἔπαιξα, pf. πέπαικα;
Pass. ao. ἐπαίχθην, pf. πέπαισμαι et πέπαιγμαι;
I. faire l’enfant, càd s’amuser, jouer, être enjoué : π. σφαίρῃ OD ou σφαῖραν PLUT jouer à la balle ; ἀστραγάλοις PLUT jouer aux osselets ; παιδιὰν π. πρός τινα AR jouer avec qqn ; τὰ παιδία παίζει ; en gén. se divertir, s’amuser ; particul.
1 danser;
2 chasser;
II. se faire un jeu de :
1 plaisanter, badiner : τοιαῦτα ἔπαιζον σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους XÉN voilà ce dont ils devisaient entre eux avec une sereine gravité ; Pass. ὁ λόγος πέπαισται HDT la légende a été inventée par plaisir ; τοῦτο δὴ τὸ παιζόμενον PLUT comme on dit en plaisantant;
2 se jouer de, se moquer de : π. εἴς τινα railler qqn, rire de lui ; εἴς τι se moquer de qch.
Étymologie: παῖς.
English (Autenrieth)
(παῖς), ipf. παίζομεν, aor. imp. παίσατε: play (as a child); of dancing, Od. 8.251; a game at ball, Od. 6.100.
English (Slater)
παίζω
1 play c. intern. acc. οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν (O. 1.16) ἀναβαὶς δ' εὐθὺς ἐνόπλια χαλκωθεὶς ἔπαιζεν (sc. Bellerophon, mounted on Pegasos) (O. 13.86)