πρίαμαι: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. ao.2</i> ἐπριάμην, <i>us. comme ao. att. au lieu de l’ao. non att. de</i> [[ὠνέομαι]], <i>impér.</i> πρίασο &gt; [[πρίω]] ; <i>sbj.</i> πρίωμαι, <i>opt.</i> πριαίμην ; <i>inf.</i> [[πρίασθαι]], <i>non</i> πριάσθαι, <i>part.</i> πριάμενος;<br /><b>1</b> acheter, acc. : τινα οὐδενὸς λόγου SOPH ne pas donner une parole, <i>càd</i> ne faire aucun cas de qqn ; [[τι]] [[πολλοῦ]] XÉN acheter qch cher, <i>càd</i> donner beaucoup pour ; [[πρίασθαι]] [[ὥστε]] XÉN donner beaucoup pour que ; [[πρίασθαι]] τῆς ψυχῆς [[ὥστε]] [[μή]] et l’inf. XÉN donner sa vie pour que… ne pas ; [[τι]] πρὸ πάντων χρημάτων XÉN acheter qch au prix de tous les trésors, <i>càd</i> préférer à tous les trésors ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[παρά]] τινος acheter qch à qqn ; <i>fig.</i> δικαστάς DÉM acheter des juges, les corrompre;<br /><b>2</b> prendre à bail <i>ou</i> à gages, louer, affermer (des impôts, une récolte, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πρι, faire passer, d’où échanger ; cf. R. Παρ ou Περ, v. [[περάω]], [[πιπράσκω]] ; <i>lat.</i> interpres, pretium, etc.
|btext=<i>seul. ao.2</i> ἐπριάμην, <i>us. comme ao. att. au lieu de l’ao. non att. de</i> [[ὠνέομαι]], <i>impér.</i> πρίασο &gt; [[πρίω]] ; <i>sbj.</i> πρίωμαι, <i>opt.</i> πριαίμην ; <i>inf.</i> [[πρίασθαι]], <i>non</i> πριάσθαι, <i>part.</i> πριάμενος;<br /><b>1</b> acheter, acc. : τινα οὐδενὸς λόγου SOPH ne pas donner une parole, <i>càd</i> ne faire aucun cas de qqn ; [[τι]] [[πολλοῦ]] XÉN acheter qch cher, <i>càd</i> donner beaucoup pour ; [[πρίασθαι]] [[ὥστε]] XÉN donner beaucoup pour que ; [[πρίασθαι]] τῆς ψυχῆς [[ὥστε]] [[μή]] et l’inf. XÉN donner sa vie pour que… ne pas ; [[τι]] πρὸ πάντων χρημάτων XÉN acheter qch au prix de tous les trésors, <i>càd</i> préférer à tous les trésors ; [[τί]] τινι, [[τι]] [[παρά]] τινος acheter qch à qqn ; <i>fig.</i> δικαστάς DÉM acheter des juges, les corrompre;<br /><b>2</b> prendre à bail <i>ou</i> à gages, louer, affermer (des impôts, une récolte, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πρι, faire passer, d’où échanger ; cf. R. Παρ ou Περ, v. [[περάω]], [[πιπράσκω]] ; <i>lat.</i> interpres, pretium, etc.
}}
{{Slater
|sltr=<b>πρῐαμαι</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[buy]] met., c. acc. &amp; gen., at the [[cost]] of ὁ [[θεῖος]] ἀνὴρ [[πρίατο]] μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39)
}}
}}

Revision as of 14:42, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίᾰμαι Medium diacritics: πρίαμαι Low diacritics: πρίαμαι Capitals: ΠΡΙΑΜΑΙ
Transliteration A: príamai Transliteration B: priamai Transliteration C: priamai Beta Code: pri/amai

English (LSJ)

(assumed as Pres.), 1 aor. ἐπρῐάμην freq. in Att., supplying aor. of ὠνέομαι,

   A buy; 2sg. ἐπρίω Ar.V.1440; 3sg. ἐπρίατο IG12.94.22, Ep. πρίατο Od.1.430; imper. πρίασο Ar.Ach.870; πρίω ib.34, 35, Eup.1, etc.; Dor. πρίᾱ Epich.137; subj. πρίωμαι Ar.Ach.812, 2sg. πρίῃ Id.Nu.614, 3sg. πρίηται D.18.247, Thphr.Fr.97.3; opt. πριαίμην S.Ant.1171, Leg.Gort.6.13, etc.; inf. πρίασθαι IG12.10.5, E.Med.233, Ar.V.253, etc. (πριάσασθαι v.l. in LXXGe.42.10); part. πριάμενος Hdt.1.196, IG12.94.22, Leg.Gort.6.20, etc.:—buy, Od.l.c., etc.; ὁ πριάμενος, opp. ὁ ἀποδόμενος, Leg.Gort.6.20: c. dat. pretii, τίς σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν Od.14.115, cf. 452; τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις E.Hel.885, cf. Med.233, etc.: c. gen., π. θανάτοιο purchase by his death, Pi.P.6.39; π. καπίθην ἀλεύρων τεττάρων σίγλων X.An.1.5.6; π. πολλοῦ Id.Cyr.3.2.19 (also πρὸ πάντων χρημάτων Id.Mem.2.5.3.); πρίασθαι οὐδενὸς λόγου to buy at no price, S.Aj.477: with dat. pers.added, πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια; Ar.Ach.812, cf. Ra. 1229, S.Ant.1171; π. τι παρὰ τῶν ἐκτημένων Hdt.9.94; π. τὴν χώραν παρά τινων τριάκοντα ταλάντων X.HG3.2.30: c. inf., π. παρά τινων μὴ δοῦναι δίκην And.3.38; τῆς ψυχῆς π. ὥστε μὴ . . X.Cyr.3.1.36, cf. 8.4.23: π. alone, π. τίμιον [τοὔλαιον] buy it dear, Ar.V.253; τὴν εἰρήνην π. Aeschin. 2.178; ὀπώραν D.53.21; π. τὸ ποιῆσαι buy the power of doing, X. Cyr.5.3.10.    2 of slaves, π. Σκύθας τοξότας And.3.5, cf. Posidipp. 23; ἐπιστάτην ταλάντου X.Mem.2.5.2; τέκτονα πέντε μνῶν Pl.Amat. 135c.    3 π. τοὺς δικαστάς buy, i.e. bribe them, D.7.7.    4 rent, farm a tax, etc., τέλος X.Vect.4.20; μέταλλον Din. ap. D.H.Din.13; ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου And.1.92, etc.: abs., οἱ πριάμενοι [τὸ θέατρον] the contractors for the management of the theatre, IG22.1176.15,31. (Cf. Skt. κρīνā´τι, OIr. crenid, Welsh prynu 'buy', Old Lith. krienas 'bride-price'.)

German (Pape)

[Seite 700] kaufen, nur im aor. ἐπριάμην, πριαίμην, πρίασθαι u. s. w. vorkommend; Hom. hat nur die dritte Person sing. ind., τήν ποτε Λαέρτης πρίατο Od. 1, 430. u. öfter, πὰρ δ' ἄρα μιν Ταφίων πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν, 14, 452; so auch Pind., πρίατο θανάτοιο κομιδάν, P. 6, 39, mit dem Tode erkaufen; οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται, Soph. Ai. 472; Eur.; Ar., πρίω u. πρίασο, Ach. 34. 835; πόσου πρίωμαί σοι τοῦτο; 777. In Prosa : ὠνήν, Andoc. 1, 92; dingen, miethen, pachten, τέλος, 1, 93, Σκύθας, 3, 5; παρά τινος, μὴ δοῦναι δίκην, 3, 38; ὅπλα, Lys. 19, 21, dem μισθοῦσθαι entsprechend; Ggstz ἀποδόσθαι, Plat. Rep. I, 333 b u. öfter; πρίασθαι τὴν καπίθην τεττάρων σίγλων, Xen. An. 1, 5, 6; οὐκ ἂν πρίαιό γε παμπόλλου, Cyr. 8, 4, 23, möchtest du nicht viel darum geben? λέγεται ἐπιστάτην εἰς τἀργυρεῖα πρίασθαι ταλάντου, Mem. 2, 5, 2; oft bei den Rednern u. Folgdn. Auch die Richter, d. i. bestechen, Dem. 7, 7. – (Scheint verwandt mit περάω, περνάω, πιπράσκω.)

Greek (Liddell-Scott)

πρίᾰμαι: ἐλλιπὲς ἀποθ., ἐξ οὗ σχηματίζεται τὸ ἐπριάμην, ὁ ἀόρ. τοῦ ὠνέομαι (διότι τὸ ἐωνησάμην δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.), συχν. παρ’ Ἀττ. β΄ ἑνικ. ἐπρίω Ἀριστοφ. Σφ. 1440· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. πρίατο Ὀδ. Α. 430· ― προστ. πρίασο Ἀριστοφ. Ἀχ. 870· πρίω αὐτόθι 34. 35, Εὔπολις ἐν «Αἰξὶ» 2, κτλ.· Δωρ. πρίᾱ Ἐπίχ. 93 Ahr.· ― ὑποτακτ. πρίωμαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 812, β΄ ἑνικ. πρίῃ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 614· ― εὐκτ. πριαίμην Σοφ. Ἀντ. 1171, κτλ.· ― ἀπαρ. πρίασθαι (οὐχὶ πριάσθαι), Πλάτ., κλπ.· ― μετοχ. πριάμενος Θουκ., κλπ.· (ἴδε ἐν λ. περάω· πρβλ. πέρνημι, πιπράσκω). Ἀγοράζω τι, ἀντίθετ. τῷ ἀποδόσθαι, Ὅμ., Ἀττ. ― Συντάσσ. μετὰ δοτ. τῆς ἀξίας, τίς γάρ σε πρίατο κτεάταισιν ἑοῖσιν, τίς σε ἠγόρασε διὰ τοῦ πλούτου αὐτοῦ, Ὀδ. Ξ. 115. 452· τὸ κάλλος ἀνονήτοις γάμοις Εὐρ. Ἑλ. 885, πρβλ. Μήδ. 233, κτλ.· μετὰ γεν., πρ. θανάτοιο, ἀγοράσας διὰ τοῦ θανάτου, Πινδ. Π. 6. 38· πρ. τι ταλάντου, τεττάρων σίγλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 2, Ἀν. 1. 5, 6· π. πολλοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 2, 10· (ὡσαύτως, πρὸ πάντων χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2, 5, 3)· μεταφορ, οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτόν, ὅστις, κτλ., δὲν θὰ ἠγόραζον οὐδὲ δι’ ἐλάχιστον ποσὸν ἄνθρωπον, ὅστις, κτλ., δὲν θὰ ἔδιδα δι’ αὐτὸν οὐδὲ μίαν πεντάραν, Σοφ. Αἴ. 477· μετὰ δοτικ. προσ., πόσου πρίωμαί σοι τὰ χοιρίδια Ἀριστοφ. Ἀχ. 812, πρβλ. Βατρ. 1229, Σοφ. Ἀντ. 1171· ὡσαύτως, πρ. τι παρά τινος Ἡρόδ. 9. 94· πρ. τὴν χώραν λ΄ ταλάντων παρά τινος Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 30· οὕτω μετ’ ἀπαρ., πρ. παρά τινος μὴ δοῦναι δίκην Ἀνδοκ. 28. 20· πρ. τῆς ψυχῆς ὥστε μὴ .., Ξεν. Κύρ. 3.1, 36, πρβλ. 8. 4, 23· - ὡσαύτως μόνον, οἷον, πρ. τίμιον τοὔλαιον, ἀκριβά, Ἀριστοφ. Σφ. 253· πρ. τὴν εἰρήνην Αἰσχίν. 52. 7· κἂν πρίαιτο Γαδάτας τὸ μέγα τι ποιῆσαι κακόν, θὰ ἐπλήρωνε νὰ δυνηθῇ νά.., Ξεν. Κύρ. 5. 3, 10. 2) ἐπὶ δούλων, πρ. Σκύθας τοξότας Ἀνδοκ. 24. 8, πρβλ. Ποσείδιππ. ἐν «Συντρόφοις» 1· τέκτονα πέντε μνῶν Πλάτ. Ἀντεραστ. 135Β· οἱ δικασταί, .. ἐὰν μὴ Φίλιππος αὐτοὺς πρίηται, ἐὰν δὲν τοὺς ἀγοράσῃ ὁ Φίλ., Δημ. 78. 19. 3) ὠνοῦμαι τοὺς φόρους πόλεως, Λατ. conducere, redimere, ἀλλὰ μὴν καὶ ἀδικῆσαί γε ῥᾷον τῷ τέλος πριαμένῳ ἢ τῷ ἀνδράποδα μισθουμένῳ Ξεν. Πόροι 4. 20· μέταλλον Δείναρχ. παρὰ Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 13· ὠνὴν ἐκ τοῦ δημοσίου Ἀνδοκ. 12. 28. 4) περὶ τοῦ ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 34, 35 πρίω, ἴδε πρίων. - Ἴδε Κόντον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ τ. Α΄, σ. 373.

French (Bailly abrégé)

seul. ao.2 ἐπριάμην, us. comme ao. att. au lieu de l’ao. non att. de ὠνέομαι, impér. πρίασο > πρίω ; sbj. πρίωμαι, opt. πριαίμην ; inf. πρίασθαι, non πριάσθαι, part. πριάμενος;
1 acheter, acc. : τινα οὐδενὸς λόγου SOPH ne pas donner une parole, càd ne faire aucun cas de qqn ; τι πολλοῦ XÉN acheter qch cher, càd donner beaucoup pour ; πρίασθαι ὥστε XÉN donner beaucoup pour que ; πρίασθαι τῆς ψυχῆς ὥστε μή et l’inf. XÉN donner sa vie pour que… ne pas ; τι πρὸ πάντων χρημάτων XÉN acheter qch au prix de tous les trésors, càd préférer à tous les trésors ; τί τινι, τι παρά τινος acheter qch à qqn ; fig. δικαστάς DÉM acheter des juges, les corrompre;
2 prendre à bail ou à gages, louer, affermer (des impôts, une récolte, etc.).
Étymologie: R. Πρι, faire passer, d’où échanger ; cf. R. Παρ ou Περ, v. περάω, πιπράσκω ; lat. interpres, pretium, etc.

English (Slater)

πρῐαμαι
   1 buy met., c. acc. & gen., at the cost of ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός (P. 6.39)