ἀγάπη: Difference between revisions
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
(6_11) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγάπη''': ἡ, φιλικὴ [[πρός]] τινα [[διάθεσις]], ἀγ. καὶ [[μῖσος]], Ο΄. (Ἐκκλ. θ΄ 1 κ. ἀλλ.)· ἰδίως, ἀδελφικὴ [[ἀγάπη]], Κορινθ. Α΄, ιγ΄, 1 ἑξ., καὶ ἀλλ.· ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, Φίλων. 1. 283, Ῥωμ. ε΄, 8, Κορ. Β΄, ε΄, 14, Εὐαγ. Λουκ. ια΄, 42, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης τινός, Ο΄. (ᾎσμ. β΄, 7). ΙΙΙ. πληθ. ἀγάπης [[συμπόσιον]], γινόμενον μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 13, Ἐπ. Ἰούδ. 12. Τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ τοῖς Ο΄, καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς συγγραφεῦσιν, ἂν καὶ τὰ [[ἀγαπάζω]], [[ἀγαπάω]] καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν παράγωγ. [[εἶναι]] συχνὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (Τὸ [[συμπόσιον]] τῶν πιστῶν κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ· ἁγ. Ἰγν. ἐπιστ. πρὸς Σμυρναίους ἀρ. 8· οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου [[οὔτε]] βαπτίζειν [[οὔτε]] ἀγάπην ποιεῖν. Ἐν τῇ ἐν Λαοδικ. Συν. καν. 27 καὶ καν. 28, οὐ δεῖ ἐν τοῖς κυριακοῖς ἢ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τὰ λεγομένας ἀγάπας ποιεῖν. Εἶτα ἐν τῇ Ἐκκλ. γλωσ. = [[φίλημα]], καὶ [[μετὰ]] τὸ δοθῆναι τὴν ἀγάπην· πρβλ. Συμ. Θεσσ. [[εἶτα]] τὴν ἀρχιερατικὴν δεξιάν ... καὶ ἔτι τὴν παρειὰν διὰ τὴν θείαν ἀγάπην). | |lstext='''ἀγάπη''': ἡ, φιλικὴ [[πρός]] τινα [[διάθεσις]], ἀγ. καὶ [[μῖσος]], Ο΄. (Ἐκκλ. θ΄ 1 κ. ἀλλ.)· ἰδίως, ἀδελφικὴ [[ἀγάπη]], Κορινθ. Α΄, ιγ΄, 1 ἑξ., καὶ ἀλλ.· ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, Φίλων. 1. 283, Ῥωμ. ε΄, 8, Κορ. Β΄, ε΄, 14, Εὐαγ. Λουκ. ια΄, 42, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης τινός, Ο΄. (ᾎσμ. β΄, 7). ΙΙΙ. πληθ. ἀγάπης [[συμπόσιον]], γινόμενον μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 13, Ἐπ. Ἰούδ. 12. Τὸ [[ὄνομα]] ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ τοῖς Ο΄, καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς συγγραφεῦσιν, ἂν καὶ τὰ [[ἀγαπάζω]], [[ἀγαπάω]] καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν παράγωγ. [[εἶναι]] συχνὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (Τὸ [[συμπόσιον]] τῶν πιστῶν κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ· ἁγ. Ἰγν. ἐπιστ. πρὸς Σμυρναίους ἀρ. 8· οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου [[οὔτε]] βαπτίζειν [[οὔτε]] ἀγάπην ποιεῖν. Ἐν τῇ ἐν Λαοδικ. Συν. καν. 27 καὶ καν. 28, οὐ δεῖ ἐν τοῖς κυριακοῖς ἢ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τὰ λεγομένας ἀγάπας ποιεῖν. Εἶτα ἐν τῇ Ἐκκλ. γλωσ. = [[φίλημα]], καὶ [[μετὰ]] τὸ δοθῆναι τὴν ἀγάπην· πρβλ. Συμ. Θεσσ. [[εἶτα]] τὴν ἀρχιερατικὴν δεξιάν ... καὶ ἔτι τὴν παρειὰν διὰ τὴν θείαν ἀγάπην). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>sent. erót. [[amor]], [[deseo]] τετρωμένη ἀγάπης [[ἐγώ]] LXX <i>Ca</i>.2.5, cf. Anon.<i>in Ptol</i>.52<br /><b class="num">•</b>meton. [[amor]], [[persona amada]] prob. como n. pr. de pers. <i>ARV</i> 1.16 (VI a.C.), dud. Ἀγάπα <i>IThess</i>.1.82 (Fársalo V a.C.)<br /><b class="num">•</b>ὥρκισα ὑμᾶς ... ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσῃ os conmino a que no despertéis ni desveléis a la amada, hasta que ella quiera</i> LXX <i>Ca</i>.2.7, 3.5, cf. 7.7<br /><b class="num">•</b>como una virtud [[amor conyugal]] junto a otras virtudes de la esposa difunta πίστις εὔνοια ἀρετὴ [[ἀγάπη]] <i>GVI</i> 1436.3 (II/III d.C.).<br /><b class="num">2</b> sent. general [[amor]], [[afecto]] Phld.<i>Lib</i>.13a.3, op. μῖσος LXX <i>Ec</i>.9.6, συνέβη οὖν ἀντὶ τῆς πολλῆς ἀγάπης μεγίστην ἔχθραν μεταξὺ ἐσχηκέναι entre el águila y la zorra, Aesop.1.2, ἡ πρὸς τὰ ἄψυχά ἐστιν [[ἀγάπη]] Heliod.<i>in EN</i> p.171.15, cf. 18, ἡ πρὸς ἑαυτὸν ἑκάστου [[ἀγάπη]] Heliod.<i>in EN</i> p.195.12, c. gen. de abstr. ἀ. παιδείας amor a la sabiduría</i> LXX <i>Sap</i>.6.17, τῆς πατρίδος 1<i>Ep.Clem</i>.55.5<br /><b class="num">•</b>meton. [[objeto o motivo de afecto o placer]], [[amor]], [[delicia]] equiv. al lat. <i>amor</i> o <i>deliciae</i> c. gen. en expr. encomiásticas, de Isis ἐν Ἰταλίᾳ ἀ[γά] πην θεῶν <i>Hymn.Is</i>.109 (Oxirrinco), cf. 28, prob. tb. de Isis <i>gph šl Romy</i>, el amor de Roma</i> Rab.<i>SNu</i>.115, Rab.<i>TB.Pes</i>.8.87b.<br /><b class="num">3</b> sent. relig. [[amor]] recíproco entre Dios y hombre, LXX <i>Sap</i>.3.9, Aristeas 229, φόβος καὶ ἀ. Ph.1.283, entre Dios y Jesús τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης [[αὐτοῦ]] <i>Ep.Col</i>.1.13<br /><b class="num">•</b>[[amor cristiano]], [[caridad]], <i>Ep.Rom</i>.13.10, 1<i>Ep.Cor</i>.13.1, πίστις ἐλπὶς [[ἀγάπη]] fe, esperanza y caridad</i>, 1<i>Ep.Cor</i>.13.13, cf. Clem.Al.<i>Strom</i>.2.18.86, Cypr.<i>Testim</i>.3.3<br /><b class="num">•</b>como tít. ἡ [[ἀγάπη]] σου Su Caridad</i> Gr.Nyss.<i>Ep</i>.19.3, Basil.<i>Ep</i>.81, <i>POxy</i>.1870.3 (V d.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[favor]] ἀγάπην θέλω ποιῆσαί σοι <i>PUniv.Giss</i>.25.13 (IV d.C., cf. <i>BL</i> 2(2).68).<br /><b class="num">2</b> [[limosna]] λαμβάνειν ἀγάπην <i>PGen</i>.14.7 (biz.), cf. Ign.<i>Sm</i>.6.2, <i>Apoph.Patr</i>.M.65.237C.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[ágape]], [[comida o fiesta fraternal de los cristianos]] ἀγάπην ποιεῖν Ign.<i>Sm</i>.8.2, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.5, Pall.<i>H.Laus</i>.16.45, Hieron.<i>Ep</i>.22.32.<br /><b class="num">2</b> en testamentos, en plu. [[honras fúnebres]] prob. consistentes en algún tipo de ágape τὸ ἥμισυ μέρος τῆς ἐμῆς σιτα[ρχίας δοθῆναι] εἰς τὰς ἐμὰς ἀγάπας <i>POxy</i>.1901.52 (VI d.C.), cf. 50, <i>Stud.Pal</i>.1 p.7.27 (V d.C.), μὴ φροντίσητε ποιεῖν ἀγάπας ὑπὲρ ἐμοῦ <i>Apoph.Patr</i>.M.65.105B.<br /><b class="num">3</b> [[comunidad]], [[iglesia]] ἀσπάζεται ὑμᾶς ἡ ἀ. Σμυρναίων Ign.<i>Tr</i>.13.1.<br /><b class="num">4</b> los [[ágapes]] heréticos, <i>Ep.Iud</i>.12, cf. 2<i>Ep.Petr</i>.2.13 (ap.crít.), denominación criticada por la ortodoxia οὐ γὰρ ἀγάπην εἴποιμ' ἂν [[ἔγωγε]] τὴν συνέλευσιν αὐτῶν Clem.Al.<i>Strom</i>.3.2.10, de los carpocracianos μιγνύσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο, μελετήσαντας δὲ ἐν τοιαύτῃ ἀγάπῃ τὴν κοινωνίαν <i>ib</i>., de donde gener. como ref. blasfema de prácticas inmorales, de los simonianos μακαρίζουσιν ἑαυτοὺς ἐπὶ τῇ ξένῃ μίξει, ταύτην εἶναι λέγοντες τὴν τελείαν ἀγάπην Hippol.<i>Haer</i>.6.19.5, λέγων τῇ [[ἑαυτοῦ]] γυναικί ... ποίησον τὴν ἀγάπην μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ Epiph.Const.<i>Haer</i>.26.4.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A love, LXX Je.2.2, Ca.2.7, al.; ἀ. καὶ μῖσος Ec.9.1; dub. l. in PBerol.9859 (ii B. C.), Phld.Lib.p.52 O; of the love of husband and wife, Sch.Ptol.Tetr.52. 2 esp. love of God for man and of man for God, LXX Wi.3.9, Aristeas 229; φόβος καὶ ἀ. Ph.1.283, cf. Ep.Rom.5.8, 2 Ep.Cor.5.14, Ev.Luc.11.42, al.:—also brotherly love, charity, 1 Ep.Cor.13.1, al. II in pl., love-feast, 2 Ep.Pet. 2.13, Ep.Jud.12. III alms, charity, PGen.14 (iv/v A. D.). IV ἀγάπη θεῶν, title of Isis, POxy.1380.109 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 9] ἡ, Liebe, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάπη: ἡ, φιλικὴ πρός τινα διάθεσις, ἀγ. καὶ μῖσος, Ο΄. (Ἐκκλ. θ΄ 1 κ. ἀλλ.)· ἰδίως, ἀδελφικὴ ἀγάπη, Κορινθ. Α΄, ιγ΄, 1 ἑξ., καὶ ἀλλ.· ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπον καὶ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν, Φίλων. 1. 283, Ῥωμ. ε΄, 8, Κορ. Β΄, ε΄, 14, Εὐαγ. Λουκ. ια΄, 42, καὶ ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἀντικείμενον τῆς ἀγάπης τινός, Ο΄. (ᾎσμ. β΄, 7). ΙΙΙ. πληθ. ἀγάπης συμπόσιον, γινόμενον μεταξὺ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 13, Ἐπ. Ἰούδ. 12. Τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ πρῶτον παρὰ τοῖς Ο΄, καὶ ἐν τοῖς ἱεροῖς συγγραφεῦσιν, ἂν καὶ τὰ ἀγαπάζω, ἀγαπάω καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν παράγωγ. εἶναι συχνὰ παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. (Τὸ συμπόσιον τῶν πιστῶν κατὰ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ χριστιανισμοῦ· ἁγ. Ἰγν. ἐπιστ. πρὸς Σμυρναίους ἀρ. 8· οὐκ ἐξόν ἐστιν χωρὶς τοῦ ἐπισκόπου οὔτε βαπτίζειν οὔτε ἀγάπην ποιεῖν. Ἐν τῇ ἐν Λαοδικ. Συν. καν. 27 καὶ καν. 28, οὐ δεῖ ἐν τοῖς κυριακοῖς ἢ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τὰ λεγομένας ἀγάπας ποιεῖν. Εἶτα ἐν τῇ Ἐκκλ. γλωσ. = φίλημα, καὶ μετὰ τὸ δοθῆναι τὴν ἀγάπην· πρβλ. Συμ. Θεσσ. εἶτα τὴν ἀρχιερατικὴν δεξιάν ... καὶ ἔτι τὴν παρειὰν διὰ τὴν θείαν ἀγάπην).
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1sent. erót. amor, deseo τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ LXX Ca.2.5, cf. Anon.in Ptol.52
•meton. amor, persona amada prob. como n. pr. de pers. ARV 1.16 (VI a.C.), dud. Ἀγάπα IThess.1.82 (Fársalo V a.C.)
•ὥρκισα ὑμᾶς ... ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσῃ os conmino a que no despertéis ni desveléis a la amada, hasta que ella quiera LXX Ca.2.7, 3.5, cf. 7.7
•como una virtud amor conyugal junto a otras virtudes de la esposa difunta πίστις εὔνοια ἀρετὴ ἀγάπη GVI 1436.3 (II/III d.C.).
2 sent. general amor, afecto Phld.Lib.13a.3, op. μῖσος LXX Ec.9.6, συνέβη οὖν ἀντὶ τῆς πολλῆς ἀγάπης μεγίστην ἔχθραν μεταξὺ ἐσχηκέναι entre el águila y la zorra, Aesop.1.2, ἡ πρὸς τὰ ἄψυχά ἐστιν ἀγάπη Heliod.in EN p.171.15, cf. 18, ἡ πρὸς ἑαυτὸν ἑκάστου ἀγάπη Heliod.in EN p.195.12, c. gen. de abstr. ἀ. παιδείας amor a la sabiduría LXX Sap.6.17, τῆς πατρίδος 1Ep.Clem.55.5
•meton. objeto o motivo de afecto o placer, amor, delicia equiv. al lat. amor o deliciae c. gen. en expr. encomiásticas, de Isis ἐν Ἰταλίᾳ ἀ[γά] πην θεῶν Hymn.Is.109 (Oxirrinco), cf. 28, prob. tb. de Isis gph šl Romy, el amor de Roma Rab.SNu.115, Rab.TB.Pes.8.87b.
3 sent. relig. amor recíproco entre Dios y hombre, LXX Sap.3.9, Aristeas 229, φόβος καὶ ἀ. Ph.1.283, entre Dios y Jesús τοῦ υἱοῦ τῆς ἀγάπης αὐτοῦ Ep.Col.1.13
•amor cristiano, caridad, Ep.Rom.13.10, 1Ep.Cor.13.1, πίστις ἐλπὶς ἀγάπη fe, esperanza y caridad, 1Ep.Cor.13.13, cf. Clem.Al.Strom.2.18.86, Cypr.Testim.3.3
•como tít. ἡ ἀγάπη σου Su Caridad Gr.Nyss.Ep.19.3, Basil.Ep.81, POxy.1870.3 (V d.C.).
II 1favor ἀγάπην θέλω ποιῆσαί σοι PUniv.Giss.25.13 (IV d.C., cf. BL 2(2).68).
2 limosna λαμβάνειν ἀγάπην PGen.14.7 (biz.), cf. Ign.Sm.6.2, Apoph.Patr.M.65.237C.
III 1ágape, comida o fiesta fraternal de los cristianos ἀγάπην ποιεῖν Ign.Sm.8.2, cf. Clem.Al.Paed.2.1.5, Pall.H.Laus.16.45, Hieron.Ep.22.32.
2 en testamentos, en plu. honras fúnebres prob. consistentes en algún tipo de ágape τὸ ἥμισυ μέρος τῆς ἐμῆς σιτα[ρχίας δοθῆναι] εἰς τὰς ἐμὰς ἀγάπας POxy.1901.52 (VI d.C.), cf. 50, Stud.Pal.1 p.7.27 (V d.C.), μὴ φροντίσητε ποιεῖν ἀγάπας ὑπὲρ ἐμοῦ Apoph.Patr.M.65.105B.
3 comunidad, iglesia ἀσπάζεται ὑμᾶς ἡ ἀ. Σμυρναίων Ign.Tr.13.1.
4 los ágapes heréticos, Ep.Iud.12, cf. 2Ep.Petr.2.13 (ap.crít.), denominación criticada por la ortodoxia οὐ γὰρ ἀγάπην εἴποιμ' ἂν ἔγωγε τὴν συνέλευσιν αὐτῶν Clem.Al.Strom.3.2.10, de los carpocracianos μιγνύσθαι, ὅπως ἐθέλοιεν, αἷς βούλοιντο, μελετήσαντας δὲ ἐν τοιαύτῃ ἀγάπῃ τὴν κοινωνίαν ib., de donde gener. como ref. blasfema de prácticas inmorales, de los simonianos μακαρίζουσιν ἑαυτοὺς ἐπὶ τῇ ξένῃ μίξει, ταύτην εἶναι λέγοντες τὴν τελείαν ἀγάπην Hippol.Haer.6.19.5, λέγων τῇ ἑαυτοῦ γυναικί ... ποίησον τὴν ἀγάπην μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ Epiph.Const.Haer.26.4.4.