ἀνεπίδεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπίδεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) [[ἀπαράδεκτος]], Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. [[ἀνεγχώρητος]]. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
|lstext='''ἀνεπίδεκτος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) [[ἀπαράδεκτος]], Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. [[ἀνεγχώρητος]]. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[inaceptable]] τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.<i>Mc</i>.3.29<br /><b class="num">•</b>[[inadmisible para la mente]], [[imposible]] τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.<br /><b class="num">2</b> [[que no se puede obtener]], [[inalcanzable]] τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.<br /><b class="num">3</b> de opuestos [[incompatible]] Basil.M.29.376A.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que no admite]] νόμων Phld.<i>Rh</i>.1.383, κακοῦ S.E.<i>M</i>.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.393.13, <i>in Top</i>.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede admitir o experimentar]] ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP <i>Arm</i>.10 (p.192.6), cf. Meth.<i>Res</i>.3.18.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως: ἀ. ἔχειν [[ser incapaz]] κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C.
}}
}}

Revision as of 11:55, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίδεκτος Medium diacritics: ἀνεπίδεκτος Low diacritics: ανεπίδεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΔΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepídektos Transliteration B: anepidektos Transliteration C: anepidektos Beta Code: a)nepi/dektos

English (LSJ)

ον,

   A not accepting or aamitting, νόμων Phld.Rh.1.383S.; κοκοῦ S.E.M.9.33, cf. D.L.3.77, Alex.Aphr. in Metaph.393.13, Id.in Top.210.16.

German (Pape)

[Seite 224] der etwas nicht auffassen, begreifen kann, λόγων, Sp.; unfähig, κακίας, Sp.; unzulässig, unmöglich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίδεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενός τι, ἀνεπίδ. κακοῦ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 33, - «ὁ χρυσὸς τοῦ ἰοῦ ἀνεπίδεκτός ἐστι» Εὐστ. 548. 45· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 77 2) ἀπαράδεκτος, Γρηγ. Ναζ.: πρβλ. ἀνεγχώρητος. - Ἐπίρρ. -τως Ἀθανάσ.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inaceptable τὸ κατὰ τοῦ Πνεύματος βλάσφημον οὐκ ἀ. πάντως τὴν μετάγνωσιν ἕξει Vict.Mc.3.29
inadmisible para la mente, imposible τὸ παντελῶς ἀδύνατον καὶ ἀ. Gr.Naz.M.36.116C.
2 que no se puede obtener, inalcanzable τὴν ... ἀ. τῶν ἱερῶν δογμάτων ἐπιστήμην Cyr.Al.M.77.889C.
3 de opuestos incompatible Basil.M.29.376A.
II 1que no admite νόμων Phld.Rh.1.383, κακοῦ S.E.M.9.33, cf. Ph.1.17, 2.492, D.L.3.77, Alex.Aphr.in Metaph.393.13, in Top.210.16, Ath.Al.M.26.1104C.
2 que no puede admitir o experimentar ἀ. γὰρ ἡ θεία φύσις παντὸς πάθους Procl.CP Arm.10 (p.192.6), cf. Meth.Res.3.18.
III adv. -ως: ἀ. ἔχειν ser incapaz κοινωνῆσαι φύσει ἀνθρωπίνῃ Ath.Al.M.26.1136C.