ἀπρεπής: Difference between revisions
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
(Bailly1_1) |
(big3_6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές inconvenance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br />malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές inconvenance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πρέπω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indecoroso]], [[indigno]] de abstr. τέλος Isoc.12.83, ἀπρεπές τι πάσχοντες Th.3.67, προσέθεσαν τὰ ἀπρεπέστατα Th.7.68, πρᾶγμα Demetr.<i>Eloc</i>.75, πληγαί <i>PTeb</i>.765.4 (II a.C.), ἡδοναί Ph.1.155, μηρῶν ἐπάλλαξις Plu.2.45d, ἀπρεπῆ ... ταῦτα καὶ ἀλλότρια Luc.<i>DDeor</i>.15.1, ἐβιάζετό τι [[εἰπεῖν]] τῶν ἀπρεπῶν Ael.<i>VH</i> 14.19, μαθήματα Amph.<i>Seleuc</i>.81, c. dat. ἀπρεπὲς ἡμῖν [[δρᾶμα]] LXX 4<i>Ma</i>.6.17, οὐκ ὄντος ἀπρεποῦς τοῖς ἐπιχωρίοις no siendo considerado indigno por los habitantes</i> I.<i>AI</i> 18.314<br /><b class="num">•</b>de pers. [[desacreditado]], [[indigno]] Theoc.5.40, Lib.<i>Eth</i>.18.2, tb. de cosas ἐσθῆτες Artem.2.3 (p.88).<br /><b class="num">2</b> [[inconveniente]], [[inoportuno]], [[inadecuado]] de abstr. ἐπιζήμια τιθέντα ποιεῖν νόμους ἀπρεπὲς [[ἅμα]] καὶ ἄσχημον Pl.<i>Lg</i>.788b, sup. μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον Pl.<i>R</i>.398e, [[ἀποκοπή]] Demetr.<i>Eloc</i>.238<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. τὴν παραβολὴν ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι πρὸς τὴν ἐκείνων δόξαν haberse servido de una comparación inadecuada en relación con su fama</i> Isoc.12.227<br /><b class="num">•</b>c. ἐν y dat. λίθοι ἀπρεπεῖς ἦσαν ἐν τῇ οἰκοδομῇ τοῦ πύργου Herm.<i>Sim</i>.9.4.6<br /><b class="num">•</b>esp. en métr. ἀπρεπὲς (τὸ προκελευσματικόν) γὰρ διὰ τὸ τῶν βραχειῶν πλῆθος Aristid.Quint.47.7<br /><b class="num">•</b>tb. en ret. de un tipo de causa judicial insostenible [[inapropiado]], [[incongruente]] Fortunat.<i>Rh</i>.84.4.<br /><b class="num">3</b> mús. [[disonante]], [[inarmónico]] πρέποντος μέλους καὶ ἀπρεποῦς Phld.<i>Mus</i>.4.23.32, cf. 4.22.15.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>subst. τὸ ἀπρεπές [[deshonra]] ἐν μὲν τῷ σφετέρῳ καλῷ, ἐκείνων ἀπρεπεῖ Th.5.46, cf. 6.11.<br /><b class="num">2</b> [[fealdad]] de un vestido, I.<i>AI</i> 3.158.<br /><b class="num">3</b> [[inoportunidad]] γίνεται μέντοι τὰ μικρὰ μεγάλα ἕτερον τρόπον, οὐ διὰ τοῦ ἀπρεποῦς Demetr.<i>Eloc</i>.122.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς, -έως<br /><b class="num">1</b> [[de manera indigna]] Isoc.14.48.<br /><b class="num">2</b> [[inapropiadamente]] τὸ δ' ἀπρεπέως ἀγορεύεις <i>h.Merc</i>.272, ἔχειν Pl.<i>Phdr</i>.274b, μετακεῖσθαι Demetr.<i>Eloc</i>.188, cf. Sch.Er.<i>Il</i>.2.795 (p.170)<br /><b class="num">•</b>tb. compar. ἀπρεπέστερον ἢ βασιλεῦσιν ἥρμοζεν más inadecuadamente de lo que correspondía a unos emperadores</i> Hdn.3.13.1. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A unseemly, unbecoming, ἀ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν, Th.3.57,67; ἀ. καὶ ἄσχημον Pl.Lg.788b; μέθη . . φύλαξιν -έστατον Id.R.398e; τὸ . . τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπές Epicr.11.33; τὸ ἀ., = ἀπρέπεια, Th.5.46,6.11. Adv. -πῶς, poet. -πέως, h.Merc. 272, Pl.Phdr.274b, etc.: Comp. -έστερον Hdn.3.13.1. II of persons, disreputable, indecent, ἀνδρίον Theoc.5.40.
German (Pape)
[Seite 338] ές, unschicklich, unanständig, ἀπρεπὲς καὶ ἄσχημον Plat. Legg. VII, 788 b; μέθη τοῖς φύλαξιν ἀπρεπέστατον Rep. III, 398 c; πάσχειν THUC. 3, 67; unangemessen, νομίζων οὐκ ἂν ἀπρεπῆ λεχθῆναι 2, 36; u. öfter. – Adv. ἀπρεπῶς, ἀπρεπέως, H. h. Merc. 272.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρεπής: -ές, ἄκοσμος, οὐχὶ εὐπρεπής, ἀναιδής, ἀσχήμων, ἀπ. τι ἐπιγνῶναι, πάσχειν Θουκ. 3. 57. 67· ἀπρ. καὶ ἄσχημον Πλάτ. Νόμ. 788Β· ἀλλὰ μὴν μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε· τὸ… τοιαυτὶ ποιεῖν ἀπρεπὲς Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 33· τὸ ἀπρεπὲς = ἀπρέπεια Θουκ. 5. 46., 6. 11: - Ἐπίρρ. -πῶς, ποιητ. -πέως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 272, Πλάτ. Φαῖδρ. 274Β, κλτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, αἰσχρός, μιαρός, ὦ φθονερόν τι καὶ ἀπρεπὲς ἀνδρίον Θεόκρ. 5. 40.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
malséant, inconvenant ; τὸ ἀπρεπές inconvenance.
Étymologie: ἀ, πρέπω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1indecoroso, indigno de abstr. τέλος Isoc.12.83, ἀπρεπές τι πάσχοντες Th.3.67, προσέθεσαν τὰ ἀπρεπέστατα Th.7.68, πρᾶγμα Demetr.Eloc.75, πληγαί PTeb.765.4 (II a.C.), ἡδοναί Ph.1.155, μηρῶν ἐπάλλαξις Plu.2.45d, ἀπρεπῆ ... ταῦτα καὶ ἀλλότρια Luc.DDeor.15.1, ἐβιάζετό τι εἰπεῖν τῶν ἀπρεπῶν Ael.VH 14.19, μαθήματα Amph.Seleuc.81, c. dat. ἀπρεπὲς ἡμῖν δρᾶμα LXX 4Ma.6.17, οὐκ ὄντος ἀπρεποῦς τοῖς ἐπιχωρίοις no siendo considerado indigno por los habitantes I.AI 18.314
•de pers. desacreditado, indigno Theoc.5.40, Lib.Eth.18.2, tb. de cosas ἐσθῆτες Artem.2.3 (p.88).
2 inconveniente, inoportuno, inadecuado de abstr. ἐπιζήμια τιθέντα ποιεῖν νόμους ἀπρεπὲς ἅμα καὶ ἄσχημον Pl.Lg.788b, sup. μέθη γε φύλαξιν ἀπρεπέστατον Pl.R.398e, ἀποκοπή Demetr.Eloc.238
•c. πρός y ac. τὴν παραβολὴν ἀπρεπῆ πεποιῆσθαι πρὸς τὴν ἐκείνων δόξαν haberse servido de una comparación inadecuada en relación con su fama Isoc.12.227
•c. ἐν y dat. λίθοι ἀπρεπεῖς ἦσαν ἐν τῇ οἰκοδομῇ τοῦ πύργου Herm.Sim.9.4.6
•esp. en métr. ἀπρεπὲς (τὸ προκελευσματικόν) γὰρ διὰ τὸ τῶν βραχειῶν πλῆθος Aristid.Quint.47.7
•tb. en ret. de un tipo de causa judicial insostenible inapropiado, incongruente Fortunat.Rh.84.4.
3 mús. disonante, inarmónico πρέποντος μέλους καὶ ἀπρεποῦς Phld.Mus.4.23.32, cf. 4.22.15.
II 1subst. τὸ ἀπρεπές deshonra ἐν μὲν τῷ σφετέρῳ καλῷ, ἐκείνων ἀπρεπεῖ Th.5.46, cf. 6.11.
2 fealdad de un vestido, I.AI 3.158.
3 inoportunidad γίνεται μέντοι τὰ μικρὰ μεγάλα ἕτερον τρόπον, οὐ διὰ τοῦ ἀπρεποῦς Demetr.Eloc.122.
III adv. -ῶς, -έως
1 de manera indigna Isoc.14.48.
2 inapropiadamente τὸ δ' ἀπρεπέως ἀγορεύεις h.Merc.272, ἔχειν Pl.Phdr.274b, μετακεῖσθαι Demetr.Eloc.188, cf. Sch.Er.Il.2.795 (p.170)
•tb. compar. ἀπρεπέστερον ἢ βασιλεῦσιν ἥρμοζεν más inadecuadamente de lo que correspondía a unos emperadores Hdn.3.13.1.