ἀνορθόω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(Bailly1_1) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀνώρθωσα;<br />rebâtir, relever, restaurer, rétablir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρθόω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἀνώρθωσα;<br />rebâtir, relever, restaurer, rétablir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ὀρθόω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. mov. hacia arriba<br /><b class="num">1</b> [[poner derecho]], [[enderezar]] σῶμ' ἐμόν E.<i>Ba</i>.364, una nariz hundida, Hp.<i>Art</i>.37<br /><b class="num">•</b>fig. [[poner en pie]], [[consolidar]] πόλιν S.<i>OT</i> 46, E.<i>Fr</i>.1p.154M., de los magnetes οὓς ὁ θεὸς ἀνορθῶν Pl.<i>Lg</i>.919d, αὐτὴν (τὴν σκηνὴν Δαυειδ) <i>Act.Ap</i>.15.16, τὸν θρόνον [[αὐτοῦ]] LXX 2<i>Re</i>.7.13, 1<i>Pa</i>.17.12.<br /><b class="num">2</b> [[edificar]] τὸ στρατόπεδον Th.6.88, τὸ προπύλαιον <i>SB</i> 10169.4 (II d.C.).<br /><b class="num">II</b> c. [[ἀνά]] ‘de nuevo’ [[restaurar]] τὸν νηόν Hdt.1.19, τὸ τεῖχος Hdt.7.208, X.<i>HG</i> 4.8.12, τὰ τείχη τῆς πατρίδος Isoc.5.64, cf. <i>IG</i> 12(7).62.17, 18 (Amorgos IV a.C.), τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arist.<i>Pol</i>.1322<sup>b</sup>20<br /><b class="num">•</b>fig. [[corregir]] μ' ἀνορθοῖς E.<i>Supp</i>.1228, τὰ ἀλλότρια κακά Pl.<i>R</i>.346e, τὸ ταπεινὸν τῆς ψυχῆς Gr.Thaum.<i>Pan.Or</i>.8<br /><b class="num">•</b>[[curar]] με Lib.<i>Ep</i>.1039. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 21 August 2017
English (LSJ)
aor. ἀνώρθωσα E Alc.1138, Isoc.5.64, etc.: plpf. with double augm. ἠνωρθώκει v.l. in Lib.Ep.1039: the double augm. is common in the compd. ἐπανορθόω:—
A set up again, restore, rebuild, τὸν νηόν Hdt.1.19; τὸ τεῖχος 7.208; τὸ στρατόπεδον Th.6.88, etc.; τὸ σῶμά τινος E.Ba.364:—Med., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων have them rebuilt, Arist.Pol.1322b20. 2 restore to health or well being. πόλιν S.OT46: τινά Pl.Lg.919d. 3 set straight again, set right, correct, τινά E.Supp.1228; τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R. 346e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνορθόω: μέλλ. -ώσω: ἀόρ. ἀνώρθωσα Εὐρ. Ἄλκ. 1138, Ἰσοκρ. 95Δ, κτλ. (πρβλ. κατορθόω): ― ὑπερσ. μετὰ διπλῆς αὐξήσεως ἠνωρθώκειν Λιβάν., ἴδε Λοβ. Φρύνιχ. 154: ἡ διπλὴ αὔξησις εἶναι συνήθης ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπανορθόω, πρβλ. συνεπανορθόω. Ἀνεγείρω ἐκ νέου, ἀνακαινίζω, ἀνοικοδομῶ, τὸν νηὸν Ἡρόδ. 1. 19· τὸ τεῖχος 7. 208· καὶ τὸ στρατόπεδον, «ὃ κατεκαύθη ὑπὸ των Συρακοσίων, αὖθις ἀνορθώσαντες διεχείμαζον Θουκ. 6. 88, κτλ.· ὑποβαστάζω τι, κρατῶ τι ὄρθιον, πειρῶ δ’ ἀνορθοῦν σῶμ’ ἐμόν, καγὼ τὸ σὸν Εὐρ. Βάκχ. 364: ― Μέσ., ἀνορθοῦσθαι τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων, ἐπὶ τῶν ἐπιμελητῶν, φροντίζω νὰ ἀνακαινίζω τὰ ἑτοιμόρροπα τῶν οἰκοδομημάτων, Ἀριστ. Πολ. 6. 8. 18. 2) ἐπαναφέρω τι εἰς προτέραν αὐτοῦ ἀκμήν, ἀνορθῶ, ἴθ, ὦ βροτῶν ἄριστ’, ἀνόρθωσον πόλιν Σοφ. Ο. Τ. 46. 51, Πλάτ. Νόμ. 919D. 3) ἐπανορθῶ, διορθώνω, σὺ γὰρ μ’ ἀνορθοῖς Εὐρ. Ἱκ. 1228· τὰ ἀλλότρια κακὰ Πλάτ. Πολ. 346Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀνώρθωσα;
rebâtir, relever, restaurer, rétablir.
Étymologie: ἀνά, ὀρθόω.
Spanish (DGE)
I c. mov. hacia arriba
1 poner derecho, enderezar σῶμ' ἐμόν E.Ba.364, una nariz hundida, Hp.Art.37
•fig. poner en pie, consolidar πόλιν S.OT 46, E.Fr.1p.154M., de los magnetes οὓς ὁ θεὸς ἀνορθῶν Pl.Lg.919d, αὐτὴν (τὴν σκηνὴν Δαυειδ) Act.Ap.15.16, τὸν θρόνον αὐτοῦ LXX 2Re.7.13, 1Pa.17.12.
2 edificar τὸ στρατόπεδον Th.6.88, τὸ προπύλαιον SB 10169.4 (II d.C.).
II c. ἀνά ‘de nuevo’ restaurar τὸν νηόν Hdt.1.19, τὸ τεῖχος Hdt.7.208, X.HG 4.8.12, τὰ τείχη τῆς πατρίδος Isoc.5.64, cf. IG 12(7).62.17, 18 (Amorgos IV a.C.), τὰ πίπτοντα τῶν οἰκοδομημάτων Arist.Pol.1322b20
•fig. corregir μ' ἀνορθοῖς E.Supp.1228, τὰ ἀλλότρια κακά Pl.R.346e, τὸ ταπεινὸν τῆς ψυχῆς Gr.Thaum.Pan.Or.8
•curar με Lib.Ep.1039.