εἰρωνεία: Difference between revisions

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source
(Bailly1_2)
(big3_13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρωνεύομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.<br />'''Étymologie:''' [[εἰρωνεύομαι]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[disimulo]], [[ignorancia fingida]] frec. ref. a Sócrates, gener. en sent. neg. ἡ εἰωθυῖα εἰ. Σωκράτους Pl.<i>R</i>.337a, cf. Aristid.<i>Or</i>.28.83, καταφρονητικὸν γὰρ ἡ εἰ. Arist.<i>Rh</i>.1379<sup>b</sup>31, cf. Plu.<i>Tim</i>.15, τὴν διαφορὰν ἣν ἔχει ... κηδεμονικὴ νουθέτησις ἀρεσ[κούσης] μέν, ἐπιει[κ] ῶς δὲ [δ] ακνούσης ἅπαντας εἰρωνείας Phld.<i>Lib</i>.fr.26.9, εἰρωνείᾳ γὰρ ἐρώτησεν Rom.Mel.14.ιζʹ.6<br /><b class="num">•</b>juzgada positivamente, Luc.<i>Demon</i>.6, <i>DMort</i>.6.5<br /><b class="num">•</b>[[modestia fingida]] op. [[ἀλαζονεία]] ‘fanfarronería’ como ‘simulación exagerada’, Arist.<i>EN</i> 1108<sup>a</sup>22, cf. Basil.<i>Ep</i>.194<br /><b class="num">•</b>gener. [[disimulo]], [[fingimiento]], [[hipocresía]] ἡ μὲν οὖν εἰ. δόξειεν ἂν εἶναι ... προσποίησις ἐπὶ τὸ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων Thphr.<i>Char</i>.1.1, οὐκ ἐπαληθεύων, σὺν εἰρωνείᾳ δὲ καταψευδόμενος Eus.<i>E.Th</i>.2.12 (p.114), de los ritos judíos τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας ... εἰρωνείας <i>Ep.Diog</i>.4.1, ὢ τῆς εἰρωνείας· ... τὰς πράξεις [[αὐτοῦ]] τὰς ἀνοσίας παρ' ἐμοῦ βούλεται μανθάνειν Hld.1.11.2, cf. LXX 2<i>Ma</i>.13.3, Ph.1.479, 2.123, τίς ἂν ἐνέγκαι τὴν εἰρωνείαν τῶν λόγων ἀφορῶν εἰς τὴν ἐναντιότητα τῶν πραγμάτων; I.<i>BI</i> 4.279<br /><b class="num">•</b>[[simulación]] como [[pretexto]] o [[evasiva para evitar comprometerse]] οἱ δὲ τῶν πραγμάτων οὐ μένουσι καιροὶ τὴν ὑμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν D.4.37, cf. 7, <i>PSI</i> 452.23 (IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[ironía]] esp. como figura ret. εἰ. μέν ἐστι τὸ διὰ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον δηλῶν, μετά τινος ὑποκρίσεως Hsch., εἰ. δέ ἐστι λέγειν τι μὴ λέγειν προσποιούμενον ἢ τοῖς ἐναντίοις ὀνόμασι τὰ πράγματα προσαγορεύειν Anaximen.<i>Rh</i>.1434<sup>a</sup>17, cf. Arist.<i>Rh</i>.1419<sup>b</sup>8, Hermog.<i>Id</i>.2.8 (p.364), Demetr.<i>Eloc</i>.291, D.H.<i>Dem</i>.23.3, Plu.2.632d<br /><b class="num">•</b>gener., c. propósito de burla [[ironía]], [[sarcasmo]] τὴν εἰρωνείαν οὐ συνείς, ἀλλὰ νομίζων αὐτὴν τῷ ὄντι λέγειν Ach.Tat.6.12.1, τὰ περὶ τῆς Γαΐου θεοστυγίας αὐτῷ γραφέντα, ἃ μετὰ ἤθους καὶ εἰρωνείας «Περὶ ἀρετῶν» ἐπέγραψεν (ὁ Φίλων) Eus.<i>HE</i> 2.18.8.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰρωνεία Medium diacritics: εἰρωνεία Low diacritics: ειρωνεία Capitals: ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Transliteration A: eirōneía Transliteration B: eirōneia Transliteration C: eironeia Beta Code: ei)rwnei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dissimulation, i.e. ignorance purposely affected to provoke or confoun danantagonist, a mode of argument used by Socrates against the Sophists, Pl.R.337a, cf. Arist.EN1124b30, Cic.Acad. 2.5.15: generally, mock-modesty, opp. ἀλαζονεία, Arist.EN1108a22; sarcasm, Hermog.Id.2.8, al.; understatement, Phld.Lib.p.130.    II pretence, assumption, when a person at first appears willing, but then draws back, D.4.7; τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν ib. 37.    III generally, dissembling, Ph.1.345 (pl.), al.    2 pretext, PSI5.452.23 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 735] ἡ, Verstellung im Reden, wenn Einer sich stellt, als wisse er Etwas nicht, was er weiß, bekanntlich die gew. Waffe, mit der Sokrates die Sophisten bekämpfte; Plat. Rep. I, 337 a; Arist. Eth. 4, 8, 13, der es Rhet. 2, 7 der ἀλαζονεία entgegensetzt, wie B. A. p. 243 u. Plut. Fab. 11. Nach Theophr. char. 1 προσποίησις ἐπὶ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων. Bei Dem. 4, 7 von dem, der sich seiner Pflicht unter mancherlei Vorwänden entzieht, vgl. prooem. 14. – Bei den Rhett. die Figur der Ironie.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρωνεία: ἡ, προσποίησις, προσπεποιημένη ἄγνοια πρὸς ἐξερέθισιν ἢ σύγχυσιν ἀντιπάλου· τρόπος συζητήσεως, ὃν μετεχειρίζετο ὁ Σωκράτης ἐναντίον τῶν σοφιστῶν, Πλάτ. Πολ. 337Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, Κικ. de Or. 2. 67· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀλαζονείαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 12· πρβλ. προσποίησις ἐν τέλει. ΙΙ. πᾶν προσποιητόν, ὑπόκρισις, προσποίησις, ὅταν τις κατὰ πρῶτον φαίνηται ὅτι εἶναι πρόθυμος καὶ ἀκολούθως ἀποσύρεται, Δημ. 42. 7· τὴν ἡμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν (κοινῶς ῥᾳθυμίαν) ὁ αὐτ. 50. 27.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’interroger en feignant l’ignorance, ironie socratique.
Étymologie: εἰρωνεύομαι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 disimulo, ignorancia fingida frec. ref. a Sócrates, gener. en sent. neg. ἡ εἰωθυῖα εἰ. Σωκράτους Pl.R.337a, cf. Aristid.Or.28.83, καταφρονητικὸν γὰρ ἡ εἰ. Arist.Rh.1379b31, cf. Plu.Tim.15, τὴν διαφορὰν ἣν ἔχει ... κηδεμονικὴ νουθέτησις ἀρεσ[κούσης] μέν, ἐπιει[κ] ῶς δὲ [δ] ακνούσης ἅπαντας εἰρωνείας Phld.Lib.fr.26.9, εἰρωνείᾳ γὰρ ἐρώτησεν Rom.Mel.14.ιζʹ.6
juzgada positivamente, Luc.Demon.6, DMort.6.5
modestia fingida op. ἀλαζονεία ‘fanfarronería’ como ‘simulación exagerada’, Arist.EN 1108a22, cf. Basil.Ep.194
gener. disimulo, fingimiento, hipocresía ἡ μὲν οὖν εἰ. δόξειεν ἂν εἶναι ... προσποίησις ἐπὶ τὸ χεῖρον πράξεων καὶ λόγων Thphr.Char.1.1, οὐκ ἐπαληθεύων, σὺν εἰρωνείᾳ δὲ καταψευδόμενος Eus.E.Th.2.12 (p.114), de los ritos judíos τὴν τῆς περιτομῆς ἀλαζονείαν καὶ τὴν τῆς νηστείας ... εἰρωνείας Ep.Diog.4.1, ὢ τῆς εἰρωνείας· ... τὰς πράξεις αὐτοῦ τὰς ἀνοσίας παρ' ἐμοῦ βούλεται μανθάνειν Hld.1.11.2, cf. LXX 2Ma.13.3, Ph.1.479, 2.123, τίς ἂν ἐνέγκαι τὴν εἰρωνείαν τῶν λόγων ἀφορῶν εἰς τὴν ἐναντιότητα τῶν πραγμάτων; I.BI 4.279
simulación como pretexto o evasiva para evitar comprometerse οἱ δὲ τῶν πραγμάτων οὐ μένουσι καιροὶ τὴν ὑμετέραν βραδυτῆτα καὶ εἰρωνείαν D.4.37, cf. 7, PSI 452.23 (IV d.C.).
2 ironía esp. como figura ret. εἰ. μέν ἐστι τὸ διὰ τοῦ ἐναντίου τὸ ἐναντίον δηλῶν, μετά τινος ὑποκρίσεως Hsch., εἰ. δέ ἐστι λέγειν τι μὴ λέγειν προσποιούμενον ἢ τοῖς ἐναντίοις ὀνόμασι τὰ πράγματα προσαγορεύειν Anaximen.Rh.1434a17, cf. Arist.Rh.1419b8, Hermog.Id.2.8 (p.364), Demetr.Eloc.291, D.H.Dem.23.3, Plu.2.632d
gener., c. propósito de burla ironía, sarcasmo τὴν εἰρωνείαν οὐ συνείς, ἀλλὰ νομίζων αὐτὴν τῷ ὄντι λέγειν Ach.Tat.6.12.1, τὰ περὶ τῆς Γαΐου θεοστυγίας αὐτῷ γραφέντα, ἃ μετὰ ἤθους καὶ εἰρωνείας «Περὶ ἀρετῶν» ἐπέγραψεν (ὁ Φίλων) Eus.HE 2.18.8.