ἀμείλιχος: Difference between revisions
(SL_1) |
(big3_3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰμείλῐχος</b> <br /> <b>1</b> [[implacable]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.12) τὺ δ' [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8) | |sltr=<b>ᾰμείλῐχος</b> <br /> <b>1</b> [[implacable]] [[χειμέριος]] [[ὄμβρος]], ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς [[ἀμείλιχος]] (P. 6.12) τὺ δ' [[ὁπόταν]] [[τις]] ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀμείλῐχος) -ον<br /><b class="num">1</b> [[implacable]], [[inexorable]] de pers. [[ἄναξ]] <i>Il</i>.24.734, Ἀΐδης <i>Il</i>.9.158, cf. Stesich.28.3<i>S</i>., de Eros, Plu.2.761f, Μοῖρα <i>ISestos</i> 58.1 (II a.C.), <i>AP</i> 7.560 (Paul.Sil.), cf. tb. στρατός Pi.<i>P</i>.6.12<br /><b class="num">•</b>ἦτορ <i>Il</i>.9.572, Hes.<i>Fr</i>.76.9, <i>h.Hom</i>.28.2<br /><b class="num">•</b>de abstr. βίη Sol.23.9, κότος Pi.<i>P</i>.8.8: πόντος <i>h.Hom</i>.33.8, Anacr.72.6, Musae.245<br /><b class="num">•</b>de un monstruo δεινὸς ὄφις καὶ ἀ. Hes.<i>Fr</i>.33(a).17.<br /><b class="num">2</b> [[desagradable]] ὄψις de Pan <i>h.Pan</i>.19.39, un tipo de mujer [[ἀμείλιχος]] δὲ πᾶσι Semon.8.35<br /><b class="num">•</b>[[cruel]] πόνο A.<i>Ch</i>.623, de los jóvenes ψυχὴν δὲ ἀμειδέες, ἀμείλιχοι Aret.<i>SD</i> 2.6.8, de las enfermedades y trabajos de la vida ταῦτα γὰρ ἐν ζωοῖσιν ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν <i>IG</i> 14.2461.8 (III a.C.), de un viaje por el Caspio τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀ. hasta tal punto es difícil la travesía</i> D.P.721. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. -ίως Epigr.Gr.313 (Smyrna). II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).
German (Pape)
[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d’Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: ἀ, μειλίσσω.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰμείλῐχος
1 implacable χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12) τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)
Spanish (DGE)
(ἀμείλῐχος) -ον
1 implacable, inexorable de pers. ἄναξ Il.24.734, Ἀΐδης Il.9.158, cf. Stesich.28.3S., de Eros, Plu.2.761f, Μοῖρα ISestos 58.1 (II a.C.), AP 7.560 (Paul.Sil.), cf. tb. στρατός Pi.P.6.12
•ἦτορ Il.9.572, Hes.Fr.76.9, h.Hom.28.2
•de abstr. βίη Sol.23.9, κότος Pi.P.8.8: πόντος h.Hom.33.8, Anacr.72.6, Musae.245
•de un monstruo δεινὸς ὄφις καὶ ἀ. Hes.Fr.33(a).17.
2 desagradable ὄψις de Pan h.Pan.19.39, un tipo de mujer ἀμείλιχος δὲ πᾶσι Semon.8.35
•cruel πόνο A.Ch.623, de los jóvenes ψυχὴν δὲ ἀμειδέες, ἀμείλιχοι Aret.SD 2.6.8, de las enfermedades y trabajos de la vida ταῦτα γὰρ ἐν ζωοῖσιν ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG 14.2461.8 (III a.C.), de un viaje por el Caspio τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀ. hasta tal punto es difícil la travesía D.P.721.