ἀντάξιος: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(Autenrieth) |
(big3_4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ον: equivalent in [[value]], [[worth]]; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων, Il. 11.514. (Il.) | |auten=ον: equivalent in [[value]], [[worth]]; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων, Il. 11.514. (Il.) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]<br /><b class="num">1</b> [[que vale tanto como]], [[equivalente a]], [[digno de]] c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida</i>, <i>Il</i>.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων <i>Il</i>.11.514, cf. Pl.<i>Plt</i>.297e, Luc.<i>Deor.Con</i>.6, [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.<i>Ep</i>.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.<i>Lg</i>.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.<i>Lg</i>.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.<i>Mem</i>.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ [[ἄναλκις]] Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.<i>AI</i> 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.<i>AI</i> 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.<i>Prot</i>.9.85.4, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[proporcionado a]], [[propio de]] c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él</i>, <i>MAMA</i> 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.<i>VH</i> 12.62.<br /><b class="num">3</b> [[de estimable valor]], [[suficiente]] abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται <i>Il</i>.1.136, φωναί Epicur.<i>Fr</i>.[119] 12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 21 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—
A worth just as much as, c. gen., ψυχῆς ἀ. worth life itself, Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ. worth as much as ten, Hdt.7.103, cf. 2.148, Pl.Lg.730d, X.Mem.2.10.3 etc.; worthy of, τέχνας Theoc.l.c. 2 abs., worth as much, worth no less, Il.1.136.
German (Pape)
[Seite 244] gleichviel werth, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel werth, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντάξιος: -α, -ον, ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων Λ. 514˙ ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ., ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς δέκα ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, ἰσάξιος, ἄρσαντες κατὰ θυμόν, ὅπως ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. (Ζεὺς Τραγ. 55).
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
équivalent à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἄξιος.
English (Autenrieth)
ον: equivalent in value, worth; w. gen., ἶητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, Il. 11.514. (Il.)
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον Theoc.17.114]
1 que vale tanto como, equivalente a, digno de c. gen. οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον pues no hay (nada) que valga tanto como mi vida, Il.9.401, ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀ. ἄλλων Il.11.514, cf. Pl.Plt.297e, Luc.Deor.Con.6, ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ... ἀ. Hdt.7.103, de una pirámide πολλῶν ... Ἑλληνικῶν ἔργων καὶ μεγάλων Hdt.2.148, ἡ πόλις ἀ. σου ἐλεύσιος Hp.Ep.10, ὁ μὲν γὰρ ἑνός, ὁ δὲ πολλῶν ἀ. Pl.Lg.730d, πᾶς ... χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀ. Pl.Lg.728a, πολλῶν οἰκετῶν οἶμαι ἀντάξιον εἶναι X.Mem.2.10.3, δωτίναν ἀντάξιον ... τέχνας Theoc.17.114, οὐδὲ γὰρ κυνὸς ἀ. οὐδ' ὄνου ... δειλὸς ἀνὴρ καὶ ἄναλκις Plu.2.32f, πάντων ἀντάξιον ... τῶν ἄλλων Aristid.1.182, τὸ θεραπεύεν τὼς θεώς, βασιλέως ἀντάξιον Diotog.2, τὰς ἁρπαγὰς ἀνταξίας τῶν κινδύνων D.C.36.16.3, φανεῖσθαι δ' αὐτῷ παντὸς ἀντάξιον ἀγαθοῦ I.AI 1.292, ἑνὸς πλέθρου κἂν χιλίων ἀνταξίου γενομένου I.AI 5.78, ἀ. σωτηρίας μισθόν Clem.Al.Prot.9.85.4, cf. Hsch.
2 proporcionado a, propio de c. dat. ἀνταξίας ἀμοιβὰς αὐτῷ compensaciones adecuadas para él, MAMA 8.421.24 (Afrodisias), ἀνδρὶ δὲ ἐλευθέρῳ ... οὐκ ἀνταξίαν ... τὴν ὕβριν Ael.VH 12.62.
3 de estimable valor, suficiente abs. ὅπως ἀντάξιον ἔσται Il.1.136, φωναί Epicur.Fr.[119] 12.