αὐχέω: Difference between revisions
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(Bailly1_1) |
(big3_8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὔχουν, <i>f.</i> αὐχήσω, <i>ao. réc.</i> ηὔχησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se glorifier, se vanter : [[ἐπί]] τινι, τινι de qch ; τοσοῦτον αὐχεῖν HDT se glorifier à ce point ; avec un inf., se vanter de;<br /><b>2</b> avec un inf. fut., dire <i>ou</i> penser orgueilleusement, avoir la présomption de croire <i>ou</i> de dire que.<br />'''Étymologie:''' DELG peu clair. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ηὔχουν, <i>f.</i> αὐχήσω, <i>ao. réc.</i> ηὔχησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se glorifier, se vanter : [[ἐπί]] τινι, τινι de qch ; τοσοῦτον αὐχεῖν HDT se glorifier à ce point ; avec un inf., se vanter de;<br /><b>2</b> avec un inf. fut., dire <i>ou</i> penser orgueilleusement, avoir la présomption de croire <i>ou</i> de dire que.<br />'''Étymologie:''' DELG peu clair. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Grafía:</b> graf. εὐχέω <i>IG</i> 12(3).868.5, 7 (Tera, rom.)<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo en v. act. excep. αὐχήσασθαι Hsch.]<br /><b class="num">1</b> [[jactarse de]], [[ufanarse de]] c. inf. no de fut. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὖργον ἐμόν A.<i>A</i>.1497, κάλλιστα τιθέναι ... ἀγῶνα Hdt.2.160, ἀπεῶσθαι Th.2.39, σὴν σφάζειν θυγατέρα E.<i>Fr</i>.857, μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν E.<i>Ba</i>.310, cf. Apollod.2.4.3, I.<i>AI</i> 7.301, Luc.<i>DMort</i>.2.2, <i>IG</i> 12(3).868.5 (Tera, rom.), c. part. pred. αὐχῶ ... Σεβήραν ... ἔχων me jacto de tener a Severa</i>, <i>IUrb.Rom</i>.1328.3 (III d.C.), c. ac. πότε τοίους ἀστέρας αὐχήσεις cuándo te jactarás de astros similares</i>, <i>AP</i> 7.373 (Thallus), τὸν οὐρανομάκεα τύμβον <i>AP</i> 15.4, μητέρα ... τὴν γῆν Fauorin.<i>Fort</i>.12, αὐχεῖ τὸ γένος ὁ συγγραφεύς Marcellin.<i>Vit.Thuc</i>.3, οὗτος ... αὐχεῖ πόλιν <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4841.5 (IV d.C.), ὄνομ' εὐχῶ <i>IG</i> 12(3).868.7 (Tera, rom.), c. ac. int. o adverb. αὐχέετε τοσοῦτον Hdt.7.103, εἰ σὺ μέγ' αὐχεῖς E.<i>Heracl</i>.353, μηδὲν τόδ' αὔχει E.<i>Andr</i>.463, ἡ [[γλῶσσα]] ... μεγάλα αὐχεῖ <i>Ep.Iac</i>.3.5, c. dat. instrum. σκήπτρῳ νῦν αὔχει E.<i>IA</i> 412, αὐχοῦντες βασιλεῦσι Μακεδόνες Ἀργεάδῃσιν Orác. en Paus.7.8.9, c. giros prep. αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι <i>Batr</i>.51, αὐχήσασα πολυχρύσοις ἐπ' ἐρασταῖς <i>AP</i> 6.283, cf. Fauorin.<i>Fort</i>.18, abs. οὐκ αὐχῶ no estoy tan confiado</i> E.<i>Alc</i>.95, cf. en v. med., Hsch.<br /><b class="num">2</b> c. inf. de fut. [[estar seguro o convencido de]], [[atreverse a esperar]] τάδ' ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς A.<i>Pers</i>.741, οὔποτ' ηὔχουν ξένους μολεῖσθαι λόγους A.<i>Pr</i>.688, τίς ηὔχει τήνδ' ... φυγὴν κέλσειν A.<i>Supp</i>.330, αὐχῶ τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.<i>Pr</i>.338, οὐ [[γάρ]] ποτ' ηὔχουν ... μεθέξειν A.<i>A</i>.506, αὐχεῖ<ν> ... [[ἄστυ]] πορθήσειν A.<i>Fr</i>.99.19, σε ... ηὔχεις θεᾶς [[βρέτας]] σῴσειν τόδε pues estabas segura de que a ti te salvaría esta imagen de la diosa</i> E.<i>Andr</i>.311, οὐ [[γάρ]] ποτ' ηὔχει ... ἵξεσθαι E.<i>Heracl</i>.931, ηὔχουν ... συνδιατρίψειν Cratin.1, abs. τὸν οὔποτ' αὐχοῦντ' ἰδὼν ἀμηχάνοις δύαις viendo en imposibles calamidades al que jamás lo hubiera esperado</i> A.<i>Eu</i>.561.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Se ha puesto en rel. c. εὔχομαι prob. de *<i>eugh<sup>u̯</sup></i> o *<i>H2eugh<sup>u̯</sup></i> c. dos posibilidades: grado ø *<i>°u̯gh</i> c. disim. de donde *<i>eugh</i>- en εὔχομαι, o bien grado pleno *<i>H2eugh<sup>u̯</sup></i>- > *<i>H2eugh</i>- > αὐχ- en [[αὐχέω]]. La laringal podría estar confirmada por el doblete αὔχη· καύχη Hsch., donde la κ sería resultado de la laringal inicial en sandhi. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 21 August 2017
English (LSJ)
chiefly pres. and impf. ηὔχουν, fut.
A αὐχήσω E.Fr.857, Luc. DMort.22.2, AP7.373 (Thall.): aor. ηὔχησα ib.6.283, 15.4, Apollod. 2.4.3: (αὔχη):—boast, plume oneself, ἐπί τινι on a thing, Batr.57, AP6.283; τινί E.IA412: with neut.Adj., τοσοῦτον αὐχεῖν Hdt.7.103; μέγ' αὐ. E.Heracl.353 (lyr.); μηδὲν τόδ' αὔχει Id.Andr.463; μεγάλα Ep.Jac.3.5: c. acc. objecti, to boast of, ἀστέρας AP7.373 (Thall.). II c. acc. et inf., boast or declare loudly that... αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Hdt.2.160; ἀπεῶσθαι Th.2.39; σώσειν (σῶσαι codd.) E.Andr.311, cf. Ba.310: c. acc. only, αὐχῶ Σεβήραν boast (that I hold her), IG14.2001, cf. 3.172. 2 c. inf. fut., say confidently, to be proudly confident that, αὐχῶ γὰρ αὐχῶ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.Pr.340, cf. 688 (lyr.), Pers.741, Cratin. I with a neg., οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν . . μεθέξειν I never thought that... A.Ag.506, cf. Eu.561 (lyr.), E.Heracl.931. III Med., αὐχήσασθαι· καυχήσασθαι, Hsch.— Never in S. (ἐπ-, ἐξ-αυχέω, El.65, Ant.390); rare in Com. and Prose.
German (Pape)
[Seite 405] sich rühmen, absol., Eur. Alc. 95; ἐπί τινι Batrach. 57; τινί Eur. I. A. 412; Hel. 1384; τί Aristid., wie μηδὲν τόδ' αὔχει, frohlocke darüber nicht, Eur. Andr. 464; sogar τοίους ἀστέρας αὐχήσεις Thall. 5 (VII, 373); mit folgdm inf., Her. 2, 160; praes., Thuc. 2, 39; Sp. Bei Aesch. u. Eur. (Soph. hat das Wort gar nicht) = sagen, meinen, mit folgdm acc. c. inf., z. B. πόσον τιν' αὐχεῖσπάταγον ἀσπίδων βρέμειν Heraclid. 832; vgl. Cratin. bei Plut. Cim. 10 ηὔχουν αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχέω: μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. ηὔχουν, πλὴν ὅτι ὁ μέλλ. αὔχήσω ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 22. 2, ἀόρ. ηὔχησα ἐν Ἀνθ. Π. 15. 4, Ἀπολλόδ. 2. 4, 3, καὶ ἐν συνθέσ. μετὰ τῶν προθ. ἐξ-, ἐπ-, κατ- Ι. (αὔχη). Ὡς τὸ καυχάομαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἐπί τινι Βατραχομ. 57, Ἀνθ. Π. 6. 283· τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 412· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοσοῦτον αὐχεῖν Ἡρόδ. 7. 103· μέγ’ αὐχεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 353· μηδὲν τόδ’ αὔχει ὁ αὐτ. Ἀνδ. 463· μετ’ αἰτιατ. ἀντικ., ἀστέρας Ἀνθ. Π. 7. 373. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀκολουθουμένης ὑπὸ ἀπαρ. ἀορ. ἤ ἐνεστ., καυχῶμαι ἢ μεγαλοφώνως διακηρύττω ὅτι…, αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Θουκ. 2. 39, Εὐρ. Ἀνδρ. 311, Βάκχ. 310· ἀλλ’ ἡ ἀπαρέμφ. ἐνίοτε παραλείπεται, αὐχῶ Σεβήραν, καυχῶμαι (ὅτι κατέχω αὐτήν), Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 567. 3, πρβλ. 822. 5., 932. 7: ― Μέσ., ηὐχούμην… ἐκ βασιλήων, ἐκαυχώμην (ὅτι κατάγομαι) ἐκ βασιλικοῦ γένους, αὐτόθι 192. 1. 2) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., λέγω μετὰ πεποιθήσεως ὅτι, καυχῶμαι ὅτι θά, αὐχῶ γὰρ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί’ Αἰσχύλ. Πρ. 338, πρβλ. 689, Πέρσ. 741, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ποτ’ ηὔχουν… μεθέξειν, οὐδέποτε ἐπίστευον ὅτι…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 506, πρβλ. Εὐμ. 561, Εὐρ. Ἡρακλ. 931. ― Οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., εἰ καὶ ὑπάρχει τὸ ἐπαυχῶ, Ἠλ. 65· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ πεζολόγοις.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ηὔχουν, f. αὐχήσω, ao. réc. ηὔχησα, pf. inus.
1 se glorifier, se vanter : ἐπί τινι, τινι de qch ; τοσοῦτον αὐχεῖν HDT se glorifier à ce point ; avec un inf., se vanter de;
2 avec un inf. fut., dire ou penser orgueilleusement, avoir la présomption de croire ou de dire que.
Étymologie: DELG peu clair.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. εὐχέω IG 12(3).868.5, 7 (Tera, rom.)
• Morfología: [sólo en v. act. excep. αὐχήσασθαι Hsch.]
1 jactarse de, ufanarse de c. inf. no de fut. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὖργον ἐμόν A.A.1497, κάλλιστα τιθέναι ... ἀγῶνα Hdt.2.160, ἀπεῶσθαι Th.2.39, σὴν σφάζειν θυγατέρα E.Fr.857, μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν E.Ba.310, cf. Apollod.2.4.3, I.AI 7.301, Luc.DMort.2.2, IG 12(3).868.5 (Tera, rom.), c. part. pred. αὐχῶ ... Σεβήραν ... ἔχων me jacto de tener a Severa, IUrb.Rom.1328.3 (III d.C.), c. ac. πότε τοίους ἀστέρας αὐχήσεις cuándo te jactarás de astros similares, AP 7.373 (Thallus), τὸν οὐρανομάκεα τύμβον AP 15.4, μητέρα ... τὴν γῆν Fauorin.Fort.12, αὐχεῖ τὸ γένος ὁ συγγραφεύς Marcellin.Vit.Thuc.3, οὗτος ... αὐχεῖ πόλιν IG 22.4841.5 (IV d.C.), ὄνομ' εὐχῶ IG 12(3).868.7 (Tera, rom.), c. ac. int. o adverb. αὐχέετε τοσοῦτον Hdt.7.103, εἰ σὺ μέγ' αὐχεῖς E.Heracl.353, μηδὲν τόδ' αὔχει E.Andr.463, ἡ γλῶσσα ... μεγάλα αὐχεῖ Ep.Iac.3.5, c. dat. instrum. σκήπτρῳ νῦν αὔχει E.IA 412, αὐχοῦντες βασιλεῦσι Μακεδόνες Ἀργεάδῃσιν Orác. en Paus.7.8.9, c. giros prep. αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι Batr.51, αὐχήσασα πολυχρύσοις ἐπ' ἐρασταῖς AP 6.283, cf. Fauorin.Fort.18, abs. οὐκ αὐχῶ no estoy tan confiado E.Alc.95, cf. en v. med., Hsch.
2 c. inf. de fut. estar seguro o convencido de, atreverse a esperar τάδ' ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς A.Pers.741, οὔποτ' ηὔχουν ξένους μολεῖσθαι λόγους A.Pr.688, τίς ηὔχει τήνδ' ... φυγὴν κέλσειν A.Supp.330, αὐχῶ τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.Pr.338, οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν ... μεθέξειν A.A.506, αὐχεῖ<ν> ... ἄστυ πορθήσειν A.Fr.99.19, σε ... ηὔχεις θεᾶς βρέτας σῴσειν τόδε pues estabas segura de que a ti te salvaría esta imagen de la diosa E.Andr.311, οὐ γάρ ποτ' ηὔχει ... ἵξεσθαι E.Heracl.931, ηὔχουν ... συνδιατρίψειν Cratin.1, abs. τὸν οὔποτ' αὐχοῦντ' ἰδὼν ἀμηχάνοις δύαις viendo en imposibles calamidades al que jamás lo hubiera esperado A.Eu.561.
• Etimología: Etim. dud. Se ha puesto en rel. c. εὔχομαι prob. de *eughu̯ o *H2eughu̯ c. dos posibilidades: grado ø *°u̯gh c. disim. de donde *eugh- en εὔχομαι, o bien grado pleno *H2eughu̯- > *H2eugh- > αὐχ- en αὐχέω. La laringal podría estar confirmada por el doblete αὔχη· καύχη Hsch., donde la κ sería resultado de la laringal inicial en sandhi.