τεκμήριον: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> signe de reconnaissance;<br /><b>2</b> marque, témoignage, preuve ; [[τεκμήριον]] δὲ [[τούτου]] [[τόδε]]· [[αἱ]] μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c’est que ; [[τεκμήριον]] [[δέ]] THC en voici la preuve.<br />'''Étymologie:''' [[τέκμαρ]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> signe de reconnaissance;<br /><b>2</b> marque, témoignage, preuve ; [[τεκμήριον]] δὲ [[τούτου]] [[τόδε]]· [[αἱ]] μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c’est que ; [[τεκμήριον]] [[δέ]] THC en voici la preuve.<br />'''Étymologie:''' [[τέκμαρ]].
}}
{{StrongGR
|strgr=neuter of a presumed derivative of tekmar (a [[goal]] or [[fixed]] [[limit]]); a token (as defining a [[fact]]), i.e. [[criterion]] of [[certainty]]: [[infallible]] [[proof]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμήριον Medium diacritics: τεκμήριον Low diacritics: τεκμήριον Capitals: ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ
Transliteration A: tekmḗrion Transliteration B: tekmērion Transliteration C: tekmirion Beta Code: tekmh/rion

English (LSJ)

τό, (τεκμαίρομαι)

   A = τέκμαρ 11 (cf. Arist.Rh.1357b8,9), a sure sign or token, Hdt.2.13, 9.100, etc.; τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων A.Ag.1366; καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τ. Id.Ch.205; θανόντος πίστ' ἔχων τ. S.El.774; ἐμφανῆ τ. ib.1109; ἀσφαλὲς τ. E.Rh. 94; ταῦτα δὴ πάντα τ. ὅτι . . Hp.VM8: Medic., a sure symptom, Id.Prog.25, Sor.1.33, Gal.18(2).306.    2 simply sign, symbol, τοῦ φιλαποδήμου Sor.Vit.Hippocr.12.    II proof (properly of an argumentative kind, opp. direct evidence, Is.4.12, 8.6), A.Eu.485, Pl.Tht.158b, al.; opp. τὰ εἰκότα, Antipho 2.4.10; but οὐκ εἰκότα τ. Id.4.4.2; τ. δίκαιον Id.1.10; τ. τινός proof of a thing, A.Eu.662, Ar. Av.482, etc.; τ. δὲ τοῦδε τὸν Ὅμηρον λαβέ (i.e. the case of Homer) Philem.97.5; also τ. περὶ τῶν μελλόντων And.3.2, cf. Pl.Tht.185b; τ. τινὸς δοῦναι, παρασχέσθαι, A.Pr.826, X.Ages.6.1; λέξω A.Eu. 447; δείξω, ἐπιδείξω, ἀποδεῖξαι, ib.662, Supp.53 (lyr.), Pl.Tht.158b; τ. ἀποφαίνειν περὶ σοφίας Id.Hp.Ma.283a; ἔχειν A.Supp.271.    2 τεκμήριον δέ as an independent clause, now the proof of it is this (which follows), take this as a proof, Th.2.39, D.20.10, etc.; more fully, τ. δέ μοι τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ φαίνονται κτλ. Hdt.2.58; τ. δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου κτλ. X.An.1.9.29; χρῆσθαι τεκμηρίῳ ὅτι . . (ὅτι introducing the reason, not the fact) And.1.24, cf. Lys.30.15.    3 in the Logic of Aristotle, demonstrative proof, opp. to the fallible σημεῖον and εἰκός, APr.70b2, Rh.1357b4, 1402b19, cf. Phld.Rh.1.369 S.

German (Pape)

[Seite 1082] τό, Zeichen, Kennzeichen, Merkmal; ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων μαντευσόμεσθα, Aesch. Ag. 1339; θανόντος πίστ' ἔχων τεκμ ήρια, Soph. El. 264, vgl. 842. 1098; τρόπ ων τεκμήριον, Eur. Ion 237; μέγα τί σοι τεκμήριον ἐρῶ, Plat. Gorg. 456 b, u. öfter; περὶ τῶν μελλόνεων, Andoc. 3, 2. – Bes. dec aus sichern Kennzeichen entnommene Schluß, Ggstz von σημεῖον, s. Arist. rhet. 1, 2 u. anal. prior. 2, 27; τἀφανῆ τεκμηρίοισιν εἰκότως ὰλίσκεται, Eur. frg.; u. bes. Beweis, τεκμήριον τοῦτ' αὐτὸ δοὺς μύθων ἐμῶν, Aesch. Prom. 882; καὶ μαρε ύρια, Eum. 463, u. öfter; ὡς ο ὐκ ἔνόμιζεν θεοὺς ποίῳ ποτ' ἔχρήσαντο τεκμηρίῳ, Xen. Mem. 1, 1. 2; am häufigsten τεκμήριον δέ, od. τεκμήριον δὲ μέγισεον, Dem. 29, 7, so daß der Beweis selbst in einem neuen Satze mit γάρ angeknüpft wird, und wir übersetzen »zum Beweise dient, daß«, s. Wolf zu Dem. Lpt. p. 225; vgl. Plat. Conv. 178 b Prot. 359 b, u. öfter; bes. bei Arist. häufig. Vollständiger sagt Xen. An. 1, 9, 29 τεκμήριον δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου, wie Plat. Gorg. 487 d u. öfter; vgl. Thuc. 2, 50 Xen. Cyn. 5, 31.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμήριον: τό, (τεκμαίρομαι) ὡς τὸ τέκμαρ ΙΙ (πρβλ. Ἀριστ. Ρητορ. 1. 2, 17), βέβαιον σημεῖονἀπόδειξις, Ἡρόδ. 2. 13., 9. 100, καὶ Ἀττ.· τεκμηρίοισιν ἐξ οἰμωγμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 1366· καὶ μὴν στίβοι γε, δεύτερον τεκμ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 205· θανόντος πίστ’ ἔχων τεκμήρια Σοφ. Ἠλ. 744· ἐμφανῆ τ. αὐτόθι 1109· ἀσφαλὲς τ. Εὐριπ. Ρῆσ. 94· ― παρὰ τοῖς Ἰατροῖς, βέβαιον σύμπτωμα, Ἱππ. 46. 45. κλπ. ΙΙ. βεβαία ἀπόδειξις (κυρίως συλλογιστική, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀπ’ εὐθείας μαρτυρίαν, Ἰσαῖ. 47. 33., 69. 18), Αἰσχύλ. Εὐμ. 485, καὶ συχν. παρὰ Πλάτ., κλπ.· ἀντίθετον τῷ εἰκός, Ἀλκίφρων 120. 18· ἀλλά, οὐκ εἰκότα τεκμήρια ὁ αὐτ. 128. 14· τ. δίκαιον ὁ αὐτ. 112. 32· τ. τινος, ἀπόδειξις περί τινος πράγματος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 662, Ἀριστοφ. Ὄρν. 482, κλπ.· σπανίως ἐπὶ προσώπου, τ. δὲ τοῦδε τὸν Ὅμηρον λαβὲ Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 11· ― ὡσαύτως, τ. περὶ τῶν μελλόντων Ἀνδοκ. 23. 39, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 13, Πλάτ. Θεαίτ. 185Β· ― τ. τινος διδόναι, παρέχεσθαι Αἰσχύλ. Πρ. 826, Ξεν. Ἀγησ. 6, 1· λέγειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 447· δεικνύναι, ἐπιδεικνύναι, ἀποδεικνύναι αὐτόθι 662, Ἱκέτ. 54, Πλάτ. Θεαίτ. 158Β· ἀποφαίνειν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 283Α· ἔχειν Αἰσχύλ. Ἱκ. 271. 2) παρ’ Ἀττικ. συχνάκις εὑρίσκομεν τεκμήριον δὲ ὡς ἀναξάρτητον πρότασιν, ἡ δὲ ἀπόδειξις τούτου εἶναι (τὸ ἑξῆς), π.χ. Οουκ. 2. 39, πρβλ. Wolf. εἰς Δημ. Λεπτ. 459. 28· πληρέστερον: τ. δέ μοι τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ φαίνονται Ἡρόδ. 2. 58· τ. δὲ τούτου καὶ τόδε· παρὰ μὲν Κύρου Ξεν. Ἀν. 1. 9, 29· οὕτω, χρῆσθαι τεκμηρίῳ ὅτι... (διὰ τοῦ ὅτι εἰσάγεται ὁ λόγος, ἡ αἰτία, οὐχὶ τὸ πρᾶγμα), Ἀνδοκ. 4. 25, Λυσί. 184. 29, πρβλ. σημεῖον ΙΙ. 2. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, βεβαία, ἀναντίρρητος ἀπόδειξις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μὴ βεβαιωτικὰ σημεῖον καὶ εἰκός, ἴδε Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 7, Ρητορ. 1. 2, 16., 2. 25, 8 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 signe de reconnaissance;
2 marque, témoignage, preuve ; τεκμήριον δὲ τούτου τόδε· αἱ μὲν γὰρ… HDT et la preuve de ce que je dis, c’est que ; τεκμήριον δέ THC en voici la preuve.
Étymologie: τέκμαρ.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of tekmar (a goal or fixed limit); a token (as defining a fact), i.e. criterion of certainty: infallible proof.