διαμερίζω: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
(big3_11) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dividir]], [[distribuir]] τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo</i> Arist.<i>Pr</i>.885<sup>a</sup>18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.<i>Sud</i>.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2<i>Es</i>.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.<i>AI</i> 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.<i>ND</i> 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς <i>SB</i> 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη <i>PUG</i> 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados</i>, <i>Eu.Luc</i>.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη <i>Orac.Sib</i>.8.210<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer la división]] διεμέριζε γὰρ ὁ [[Βορυσθενίτης]] Men.<i>Fr</i>.772<br /><b class="num">•</b>[[compartir]] διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων <i>IClaros</i> 1.P.4.27 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[dividir]], [[detallar]], [[clasificar]] λόγον Pl.<i>Phlb</i>.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones</i> Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado</i> Pl.<i>Plt</i>.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales</i> Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>a</sup>19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]], [[partir en trozos]] en v. med. [[despedazar]] οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία <i>T.Abr.A</i> 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales</i> por el matarife, Pl.<i>Lg</i>.849d.<br /><b class="num">II</b> sólo v. med. [[dividir entre sí]], [[repartirse]] διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια [[αὐτοῦ]] <i>Eu.Matt</i>.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς <i>PAmh</i>.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς <i>PMasp</i>.159.32 (VI d.C.). | |dgtxt=<b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[dividir]], [[distribuir]] τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo</i> Arist.<i>Pr</i>.885<sup>a</sup>18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.<i>Sud</i>.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2<i>Es</i>.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.<i>AI</i> 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.<i>ND</i> 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς <i>SB</i> 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη <i>PUG</i> 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados</i>, <i>Eu.Luc</i>.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη <i>Orac.Sib</i>.8.210<br /><b class="num">•</b>abs. [[hacer la división]] διεμέριζε γὰρ ὁ [[Βορυσθενίτης]] Men.<i>Fr</i>.772<br /><b class="num">•</b>[[compartir]] διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων <i>IClaros</i> 1.P.4.27 (II a.C.).<br /><b class="num">2</b> [[dividir]], [[detallar]], [[clasificar]] λόγον Pl.<i>Phlb</i>.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones</i> Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado</i> Pl.<i>Plt</i>.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales</i> Arist.<i>Oec</i>.1345<sup>a</sup>19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.<br /><b class="num">3</b> [[dividir]], [[partir en trozos]] en v. med. [[despedazar]] οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία <i>T.Abr.A</i> 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales</i> por el matarife, Pl.<i>Lg</i>.849d.<br /><b class="num">II</b> sólo v. med. [[dividir entre sí]], [[repartirse]] διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια [[αὐτοῦ]] <i>Eu.Matt</i>.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς <i>PAmh</i>.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς <i>PMasp</i>.159.32 (VI d.C.). | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[διά]] and [[μερίζω]]; to [[partition]] [[thoroughly]] ([[literally]] in [[distribution]], [[figuratively]] in [[dissension]]): [[cloven]], [[divide]], [[part]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
A divide, Pl.Phlb.15e; distribute, τὸ ἐπιβάλλον Corn. ND27; τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Arist.Pr.885a18:—Pass., to be cut up, Pl.Lg.849d. II part, separate, Men.883:—Med., divide or part among themselves, Ev.Matt.27.35; πρὸς ἑαυτούς PAmh.2.152.18(v/vi A.D.):—Pass., to be set at variance, Ev.Luc.12.52,53.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερίζω: διαμοιράω, διανέμω, Πλάτ. Φιλ. 15Ε˙ τοὺς πόνους εἰς ἅπαν τὸ σῶμα Ἀριστ. Προβλ. 5. 40. ΙΙ. διαιρῶ, χωρίζω, ἀποχωρίζω, Μένανδ. Ἀδήλ. 491. - Μέσ., μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 35, κτλ.
French (Bailly abrégé)
1 partager de côté et d’autre, distribuer;
2 diviser, séparer.
Étymologie: διά, μέρος.
Spanish (DGE)
I 1dividir, distribuir τοὺς πόνους ... εἰς ἅπαν τὸ σῶμα los esfuerzos a (por) todo el cuerpo Arist.Pr.885a18, συμβαίνει τὴν πέψιν διαμερίζειν τὴν ὑγρότητα Thphr.Sud.20, ἔδωκας αὐτοῖς βασιλείας ... καὶ διεμέρισας αὐτοῖς LXX 2Es.19.22, τὴν δύναμιν D.S.19.56, τὰ ἅρματα I.AI 8.188, τὸ ἐπιβάλλον Corn.ND 27, κόμισαι κολοκύνθια ... καὶ διαμέρισαι πρὸς τοὺς ἀδελφούς SB 9017.13.10 (I/II d.C.), διαμ[ερί] σομεν αὐτὰ ἐν δύο μέρη PUG 21.10 (IV d.C.), en v. pas. ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν ἑνὶ οἴκῳ διαμεμερισμένοι pues a partir de ahora estarán en una sola casa cinco divididos, e.e. enfrentados, Eu.Luc.12.52, cf. 11.17, 18, γῆν τοῖς μηθένα κλῆρον ἔχουσιν Ἀλβανῶν διαμερισθῆναι D.H.3.29, γαῖα ... οὐ περιφραγμοῖς διαμεριζομένη Orac.Sib.8.210
•abs. hacer la división διεμέριζε γὰρ ὁ Βορυσθενίτης Men.Fr.772
•compartir διαμερίζων σὺν τοῖς λοιποῖς καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ... ἱερήων IClaros 1.P.4.27 (II a.C.).
2 dividir, detallar, clasificar λόγον Pl.Phlb.15e, ὅτε διεμέριζεν ὁ ὕψιστος ἔθνη cuando el altísimo dividió las naciones Ph.1.338, en v. pas. ἡ πρότερον ἀγελαιοτροφικὴ διαμερισθεῖσα el arte de criar rebaños antes analizado Pl.Plt.289c, διαμερισθέντων τῶν πρὸς ἐνιαυτὸν καὶ τῶν κατὰ μῆνα δαπανωμένων diferenciados los gastos anuales y los mensuales Arist.Oec.1345a19, πάντα ... πρὸς τὰς τοιαύτας ὑποδοχὰς διαμεμερισμένα Aristeas 183.
3 dividir, partir en trozos en v. med. despedazar οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία T.Abr.A 14.11, en v. pas. ζώων διαμερισθέντων despiezados los animales por el matarife, Pl.Lg.849d.
II sólo v. med. dividir entre sí, repartirse διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ Eu.Matt.27.35, (τὰ πάντα) πρὸς ἑαυτούς PAmh.152.18 (V/VI d.C.), τοὺς μισθοὺς ... εἰς ἑαυτούς PMasp.159.32 (VI d.C.).
English (Strong)
from διά and μερίζω; to partition thoroughly (literally in distribution, figuratively in dissension): cloven, divide, part.