ἐπιβαρέω: Difference between revisions
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
(6_1) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· [[μετὰ]] δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, [[μετὰ]] παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω. | |lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· [[μετὰ]] δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, [[μετὰ]] παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[ἐπί]] and [[βαρέω]]; to be [[heavy]] [[upon]], i.e. (pecuniarily) to be [[expensive]] to; [[figuratively]], to be [[severe]] [[towards]]: be chargeable to, overcharge. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 25 August 2017
English (LSJ)
A weigh down: hence, be a burden to, τινά 1 Ep.Thess.2.9; overload, of food, τὸν ὄγκον Sor.1.108: c. dat., press heavily upon, τοῖς ἠτυχηκόσι App.BC4.31, cf. 15,5.107 :—Med., lay a burden on oneself, trouble oneself, c.inf., POxy.1481.12 (ii A.D.):— Pass., with fut. Med. ἐπιβαρήσομαι D.H.4.9,8.73; ὑπό τινος SIG 807.16 (Magn. Mae., i A.D.); ὑπὸ τῶν δανείων IG12(5).860.9 (Te nos). 2. Pass., of a bandage, to be found irksome, PMed.Lond.3.39. (Cf.ἐπιζαρέω.)
German (Pape)
[Seite 928] beschweren, belästigen, D. Hal. 4, 9 u. a. Sp.; τοῖς ἑτέρων ἀτυχήμασιν App. Syr. 38 Civ. 4, 15.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβᾰρέω: (ἐπίβαρυς) ἐπιβαρύνω, καταβαρύνω, ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· μετὰ δοτ., βαρέως πιέζω τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, μετὰ παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι μᾶλλον ἐν τῷ πορίζειν τὸ ἀργύριον ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.
English (Strong)
from ἐπί and βαρέω; to be heavy upon, i.e. (pecuniarily) to be expensive to; figuratively, to be severe towards: be chargeable to, overcharge.