προσεδρεύω: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
(Bailly1_4) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]]. | |btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a [[compound]] of [[πρός]] and the [[base]] of [[ἑδραῖος]]; to [[sit]] [[near]], i.e. [[attend]] as a [[servant]]: [[wait]] at. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 25 August 2017
English (LSJ)
A sit near, wait or watch beside, πυρᾷ E.Or.403; π. τινί to be always at his side, keep watch on him, D.34.26; τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς, Id.1.18, Plb.38.13.9; [τοῖς ἐφήβοις] προσκαρτερῶν ἐπιμελῶς καὶ -εύων, of a κοσμητής, IG22.1028.84; π. τῷ θεῷ wait upon God, J.AJ3.4.1; attend to, τοῖς τῆς Ἀσίας πράγμασιν AJA18.327 (Sardis, i B.C.), cf. CIG2715.18 (Stratonicea); τῇ θεραπείᾳ τοῦ θεοῦ J.Ap.1.7; τοῖς ὑπομνήμασι Plb.12.26d.5, cf. Phld.Rh.2.61 S., al.: abs., Arist.HA568b15, Plb.11.4.2; watch the rise of the Nile, Sammelb. 6597 (iii A.D.), al.; persist in, ταῖς φιλοπονίαις Arist.Pol.1338b25; τῷ πόθῳ Alex.234; apply oneself, λίαν Arist.Pol.1337b16; πρὸς ἴδιον to one's own affairs, ib. 1263a29; εἰς τὰ μαθήματα PSI1.94.8 (ii A.D.). 2 besiege, ταῖς Συρακούσαις Plb.8.7.11. 3 wait, προσέδρευσα ἐφ' ἡμέρας δύο ἐκδεχόμενός σε BGU892.5 (ii A.D.); esp. attend at a law-court, παρεῖναι καὶ π. τῷ βήματι PAmh.2.81.9 (iii A.D.); attend regularly, serve, as clerk of the court, ib.82.3 (iii/iv A.D.), POxy.59.10 (iii A.D.). 4 to be in seruice, serve, πρὸς τῷ διδασκαλείῳ (as a menial), D.18.258; of an apprentice, π. τῷ διδασκάλῳ POxy.725.10 (ii A.D.); of a servant, παραμένειν . . καὶ π. PStrassb.40.31 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 757] dabei, daneben sitzen, τινί; πυρᾷ, Eur. Or. 403; Ἅιδου νύμφᾳ προσεδρεύοις, Alc. 749; insbes. vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, τῇ πόλει, Pol. 8, 9, 11; τοῖς καιροῖς, genau beobachten, 38, 5, 9, vgl. 11, 5, 2; Dem. 1, 18 προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι, eifrig den Geschäften obliegen, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
προσεδρεύω: ἑδρεύω, κάθημαι, διαμένω πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ μέλαν τρίβων καὶ τὰ βάθρα σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι πάντοτε πλησίον τινός, «εἰς τὸ πλευρόν του», Δημ. 914. 18. 2) κάθημαι ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., κάθημαι πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, ἐπιμένω εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς ἴδιον προσεδρεύειν αὐτόθι 2. 5, 6.
French (Bailly abrégé)
se tenir près de, πρός τινι ; être assidûment occupé de, τινι.
Étymologie: πρόσεδρος.
English (Strong)
from a compound of πρός and the base of ἑδραῖος; to sit near, i.e. attend as a servant: wait at.