θερμαίνω: Difference between revisions
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[θέρμη]]; to [[heat]] ([[oneself]]): (be) [[warm]](-ed, [[self]]). | |strgr=from [[θέρμη]]; to [[heat]] ([[oneself]]): (be) [[warm]](-ed, [[self]]). | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=[[middle]], [[present]] θερμαίνομαι; [[imperfect]] ἐθερμαινομην; ([[θερμός]]); from [[Homer]] [[down]]; to [[make]] [[warm]], to [[heat]]; [[middle]] to [[warm]] [[oneself]]: James 2:16. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:06, 28 August 2017
English (LSJ)
aor.
A ἐθέρμηνα Il.14.7, etc., later ἐθέρμᾱνα Arist.GA730a16: pf. τεθέρμαγκα Hsch. s.v. κεχλίαγκα: pf. Pass. τεθέρμασμαι Apollod.Poliorc.147.4, Eust.1573.47, (δια-) Hp.Vict.2.64: (θερμός): —warm, heat, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ . . Ἑκαμήδη θερμήνῃ Il.14.7; ἥλιος θερμαίνων χθόνα E.Ba.679, cf. A.Pers.505; τὸ χαλκίον θέρμαινε Eup. 108:—Med., cause to be warmed, τῇ ἐρωμένῃ χαλκία δύο ὕδατος PSI 4.406.37 (iii B.C.):—Pass., to be heated, Od.9.376, Pl.Phd.63d; τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Arist.GA768b18; feel the sensation of heat, Pl.Tht.186d; to be or grow feverish, Hp.Epid.1.26.ιβ; to be parched, of roots, X.Oec.19.11. 2 metaph., θ. φιλότατι νόον Pi.O.10(11).87; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου E.Alc.758; σπλάγχν' ἐθέρμαινον ποτῷ Id.Cyc.424; σπλάγχνα θ. κότῳ Ar.Ra.844; πολλὰ θερμαίνοι φρενί is prob. f.l. for π. θ. φρένα, A.Ch.990(1004); οὐ τοῦτο μή σε θερμήνῃ Herod.1.20:—Pass., κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται glows with hope, S.Aj.478; χαρᾷ θ. καρδίαν have one's heart warm with joy, E.El.402.
German (Pape)
[Seite 1201] erwärmen, erhitzen; εἰσόκε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θ ερμήνῃ Il. 14, 6; pass. warm, heiß werden, ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Od. 9, 375, ἡλίο υ κύκλος μέσον πόρον διῆκε θερμαίνων φλογί Aesch. Pers. 497; ἥλιος θερμαίνων χθόνα Eur. Bacch. 678; ἕως ἐθέρμην' αὐτὸν φλὸξ οἴνου Alc. 761, vgl. Cycl. 423; Ggstz ψύχω, Plat. Phaed. 268 a; θερμαίνεται ὅσαπερ ἂν πρότερον ψύχηται Tim. 82 a, Folgde, die den aor. ἐθέρμανα bilden. Arist. gen. an. 1, 21. – Von Fieberhitze, Medic. – Häufig übtr., νόον φιλότητι Pind. Ol. 11, 91; bes. von der Freude, πολλοὺς ἀναιρῶν πολλὰ θερμαίνοι φρένα Aesch. Ch. 998; χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Eur. El. 402; ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται Soph. Ai. 173; vom Zorn, μὴ προς
Greek (Liddell-Scott)
θερμαίνω: μέλλ. θερμᾰνῶ: ἀόρ. ἐθέρμηνα Ὄμ., κλ., μεταγεν. ἐθέρμᾱνα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 21, 11: παθ. πρκμ. τεθέρμασμαι (δια-) Ἱππ. 364. 1· περὶ τοῦ ἀορ. β΄ ἴδε θέρμω: (θερμός). Θερμαίνω, ζεσταίνω, εἰς ὅ κε θερμὰ λοετρὰ ἐϋπλόκαμος Ἑκαμήδη θερμήνῃ Ἰλ. Ξ. 7· ἥλιος θερμαίνων χθόνα Εὐρ. Βάκχ. 679, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 505· τὸ χαλκίον θέρμαινε Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 22. ― τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῦ ἤλασα πολλῆς, εἵως θερμαίνοιτο Ὀδ. Ι, 375· τὸ θερμαῖνον ψύχεται ὑπὸ τοῦ θερμαινομένου Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 3. 18, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 6: ― αἰσθάνομαι θερμότητα, τὶ οὖν δὴ ἐκείνῳ ἀποδίδως ὄνομα, τῷ ὁρᾶν, ἀκούειν, ὀσφραίνεσθαι, ψύχεσθαι, θερμαίνεσθαι ; Πλάτ. Θεαιτ. 186D· ἔχω ἢ αἰσθάνομαι θέρμην, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 988. 2) μεταφ., μάλα δέ τοι θερμαίνει φιλότατι νόον Πίνδ. Ο.10 (11). 105· ἕως ἐθέρμην’ αὐτὸν φλὸξ οἴνου Εὐρ. Ἀλκ. 758, πρβλ. Κύκλ. 425· σπλάχνα θερμ. κότῳ Ἀριστοφ. Βατρ. 844· τὸ ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1004 ὕποπτον χωρίον: πολλὰ θερμαίνοι φρενὶ (φρένα Lobeck) ὁ Passow ἑρμηνεύει: «πολλὰ πράσσοι θερμῇ φρενί». ― Παθ., θερμαίνεσθαι ἐλπίσι Σοφ. Αἴ. 478· χαρᾷ θερμαινόμεσθα καρδίαν Εὐρ. Ἠλ. 402· θ. φησὶ τοὺς διαλεγομένους Πλάτ. Φαίδ. 63D, κτλ.
French (Bailly abrégé)
f. θερμανῶ, ao. ἐθέρμηνα, postér. ἐθέρμανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐθερμάνθην, pf. τεθέρμασμαι;
1 chauffer, échauffer ; fig. θερμαίνεσθαι ἐλπίσι SOPH être enflammé d’espérance;
2 faire sécher ; Pass. être desséché.
Étymologie: θερμός.
English (Autenrieth)
aor. subj. θερμήνῃ: warm, heat; pass., get hot, Od. 9.376.
English (Slater)
θερμαίνω
1 warm, cheer μάλα δέ οἱ θερμαίνει φιλότατι νόον (O. 10.87)
English (Strong)
from θέρμη; to heat (oneself): (be) warm(-ed, self).
English (Thayer)
middle, present θερμαίνομαι; imperfect ἐθερμαινομην; (θερμός); from Homer down; to make warm, to heat; middle to warm oneself: James 2:16.