σύμφωνος: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(strοng) |
(T22) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[σύν]] and [[φωνή]]; [[sounding]] [[together]] ([[alike]]), i.e. ([[figuratively]]) [[accordant]] (neuter as [[noun]], [[agreement]]): [[consent]]. | |strgr=from [[σύν]] and [[φωνή]]; [[sounding]] [[together]] ([[alike]]), i.e. ([[figuratively]]) [[accordant]] (neuter as [[noun]], [[agreement]]): [[consent]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=σύμφωνον ([[σύν]] and [[φωνή]]), from ([[Homer]] h. Merc. 51; [[Sophocles]]), [[Plato]], [[Aristotle]] [[down]], [[harmonious]], [[accordant]], agreeing; τό σύμφωνον, [[thing]] agreed [[upon]], [[compact]] ([[Epictetus]] diss. 1,19, 27): ἐκ συμφώνου, by [[mutual]] [[consent]], by [[agreement]], Winer s Grammar, 303 (285); Buttmann, § 139,20.) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:11, 28 August 2017
English (LSJ)
ον,
A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av.221 (anap.), 659 (anap.); Χορδαί h.Merc. 51; μέλος S.Ichn.319; echoing to cries, Id.OT421; of a musical accompanist, AP9.584. 2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti.80a, Lg.812d; σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr.918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb.56a. 3 τὰ σ. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc. 4 having the same speech, Philostr. VA5.36. II metaph., harmonious, in harmony or proportion, τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R.531c; σ. φοραί Arist. de An.406b31; ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La.188d; of a person, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8; τὸ σ. harmonious order, Arist.Mu.396b8. 2 harmonious, agreeing, friendly, ἡσυχία Pi.P.1.70; δεξιώματα S.OC619; σ. τινί in harmony or agreement with, σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R.380c; σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg.457e; σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra.395e, cf. 436c, Gal.16.790 (Comp.); ἡδοναὶ . . σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg.696c, cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61; σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.,Nat.11.10 (Comp.), al. (and so Adv., -νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep.332d; σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100 (Andania, i B.C.): c. gen., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb.11b; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons, σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5; σ. εἶναί τισι Id.30.8.7; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv. -νως Pl.Epin.974c, D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6; σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2. 3 Pass., agreed upon, σ. ὅροι D.S.5.6; σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῖς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως OGI444.1 (Ilium, i B.C.); ἐκ συμφώνου BGU917.8 (iv A.D.), Cod.Just.8.10.12; κατὰ τὸ γεγονὸς σύμφωνον πρὸς Διογένην TAM2.119 (Lycia). III σύμφωνος, ἡ, = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.
German (Pape)
[Seite 994] zusammentönend, -klingend, χορδαί, H. h. Merc. 51; gew. übertr., übereinstimmend, einträchtig, einig, δᾶμον τράποι σύμφωνον ἐφ' ἁσυχίαν, Pind. P. 1, 70; Soph. O. R. 421 O. C. 625; τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, Plat. Lach. 188 d; Legg. III, 696 c; καὶ ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα, Phil. 11 b, u. öfter, auch adv., συμφώνως διὰ λόγων πάντων, Epin. 974 c; συμφώνους γενέσθαι περὶ τῶν ἀντιλεγομένων, Pol. 17, 9, 5; vgl. noch ὁμολογούμενον καὶ σύμφωνον ἑαυτὸν κατασκευάσας κατὰ τὸν βίον, 32, 11, 8; das neutr. = συμφωνία, σύμφωνόν ἐστι τούτοις πρὸς ἐκείνους, 6, 36, 5, vgl. 24, 4, 8; ὅροι, D. Sic. 5, 6. – In der Musik sind τὰ σύμφωνα die Consonanzen. S. συμφωνία.
Greek (Liddell-Scott)
σύμφωνος: -ον, ὁ συμφωνῶν ὡς πρὸς τὸν ἦχον, ἁρμονικός, Ἀριστοφ. Ὄρν. 221, 659· χορδαὶ Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51˙ καθόλου, ὁ ἀντηχῶν εἰς τοὺς θρήνους καὶ τὰς κραυγάς, Σοφ. Ο. Τ. 421˙ ― ἐπὶ μουσικοῦ ἢ μουσουργοῦ, Ἀνθ. Π. 9. 584. 2) ὡς μουσικὸς ὅρος, ὁ ὢν ἐν συμφωνίᾳ, ἐν ὁμοφωνίᾳ πρός τινα, ἐν ἁρμονίᾳ ὤν, Πλάτ. Τίμ. 80Α, Νόμ. 812D· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὁμόφωνος, Ἀριστ. Προβλ. 19. 16, καὶ 39˙ τὸ σύμφωνον = συμφωνία, Πλάτ. Φίληβ. 56Α. 3) τὰ σύμφωνα, ὡς καὶ νῦν, Γραμματ., πρβλ. ἄφωνος 2. ΙΙ. μεταφορ., ἁρμονικός, ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ἀναλογίᾳ πρός τινα, τίνες ξ. ἀριθμοί, καί τίνες οὒ Πλάτ. Πολ. 531C· σ. φοραὶ Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 11˙ ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Πλάτ. Λάχ. 188D· ἐπὶ προσώπου, σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Πολύβ. 32. 11, 8˙ ― τὸ σύμφωνον, ἁρμονικὴ τάξις, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 5, 4. 2) ἁρμονικός, σύμφωνος, φιλικός, ἡσυχία Πινδ. Π. 1. 136˙ δεξιώματα Σοφ. Ο. Κ. 619˙ σ. τινι, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα, ξ. αὐτὰ αὑτοῖς Πλάτ. Πολ. 380C· ξύμφωνα οἷς ἔλεγες ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 457C· ξ. τῷ ὀνόματι ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 395Ε, πρβλ. 436C· ἡδοναί... ξ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 696C, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 13˙ σπανίως πρός τινα, οἷον ἐν Πλάτ. Ἐπιστ. 332D· ― μετὰ γεν., ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου ξύμφωνα Πλάτ. Φίληβ. 11Β, πρβλ. Διόδ. 1. 98˙ ― σύμφωνόν ἐστι, μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι σύμφωνον πρὸς τὸν ὀρθὸν λόγον, λογικόν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 3˙ σ. ἐγένετό τισι, συνεφώνησαν, περί τινος Πολύβ. 24. 4, 8˙ σ. ἐστί τινι πρός τινα, ὁ αὐτ. 6. 36, 5˙ ― σπανίως ἐπὶ προσώπων, σ. γενέσθαι περί τινος ὁ αὐτ. 17. 9, 5˙ σ. εἶναί τινι ὁ αὐτ. 30. 8, 7. ― Ἐπίρρ. -νως, Πλάτ. Ἐπιν. 974C, Διόδ. 15. 18˙ τινὶ ὁ αὐτ. 1. 98˙ σ. ἔχειν τινὶ Πτολ. 3) Παθητ., ὁ ἐφ’ οὗ συνεφώνησέ τις, σ. ὅροι Διόδ. 5. 6 (ἀλλ’ ἴδε Wessel.)˙ ― τὸ σύμφωνον, συμφωνία, συμβόλαιον, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 27. ΙΙΙ. σύμφωνος, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. συμφωνιακός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. qui résonne ensemble ; qui fait écho à, qui redit ; t. de gramm. τὰ σύμφωνα (γράμματα) les consonnes;
II. fig. qui est d’accord :
1 qui est du même avis, uni de sentiments;
2 qui s’accorde avec ; réglé, mesuré, proportionnel, harmonieux.
Étymologie: σύν, φωνή.
English (Slater)
σύμφωνος, -ον
1 harmonious σύμφωνον ἐς ἡσυχίαν (P. 1.70)
English (Strong)
from σύν and φωνή; sounding together (alike), i.e. (figuratively) accordant (neuter as noun, agreement): consent.
English (Thayer)
σύμφωνον (σύν and φωνή), from (Homer h. Merc. 51; Sophocles), Plato, Aristotle down, harmonious, accordant, agreeing; τό σύμφωνον, thing agreed upon, compact (Epictetus diss. 1,19, 27): ἐκ συμφώνου, by mutual consent, by agreement, Winer s Grammar, 303 (285); Buttmann, § 139,20.)