ἀκαρί: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
(big3_2)
(2)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=τό<br />[[ácaro]], [[cresa]]de la cera, Arist.<i>HA</i> 557<sup>b</sup>8.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. prob. c. [[ἀκαρής]] q.u.
|dgtxt=τό<br />[[ácaro]], [[cresa]]de la cera, Arist.<i>HA</i> 557<sup>b</sup>8.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Rel. prob. c. [[ἀκαρής]] q.u.
}}
{{grml
|mltxt=(-εως), το (Α [[ἀκαρί]], το)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[μέλος]] της υφομοταξίας Ακάρεα<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται [[μέσα]] σε [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία [[λέξη]] προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των <i>ἀκαρὴς</i> «[[μικροσκοπικός]] [[σύντομος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρις]] «[[κοριός]]». Για την [[ετυμολογία]] της νεοελληνικής λέξης <b>βλ.</b> [[ετυμολογία]] λήμματος <i>Ακάρεα</i>].
}}
}}

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρί Medium diacritics: ἀκαρί Low diacritics: ακαρί Capitals: ΑΚΑΡΙ
Transliteration A: akarí Transliteration B: akari Transliteration C: akari Beta Code: a)kari/

English (LSJ)

τό, kind of

   A mite, bred in wax, Arist.HA557b8.

German (Pape)

[Seite 68] τό, Milbe, ἐλάχιστον ζῶον Arist. H. A. 5, 32 (acarus, Linn.).

Spanish (DGE)

τό
ácaro, cresade la cera, Arist.HA 557b8.

• Etimología: Rel. prob. c. ἀκαρής q.u.

Greek Monolingual

(-εως), το (Α ἀκαρί, το)
νεοελλ.
κάθε μέλος της υφομοταξίας Ακάρεα
αρχ.
είδος της υφομοταξίας Ακάρεα, το οποίο αναπτύσσεται μέσα σε κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λέξη προέρχεται πιθ. από συμφυρμό των ἀκαρὴς «μικροσκοπικός σύντομος» + κόρις «κοριός». Για την ετυμολογία της νεοελληνικής λέξης βλ. ετυμολογία λήμματος Ακάρεα].