ἄκνηστις: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(big3_2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ιος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[espinazo]], <i>Od</i>.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179<br /><b class="num">•</b>[[ijada]] ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica L.]], Nic.<i>Th</i>.52 (cf. [[ἀκνίδη]], κνίδη). | |dgtxt=-ιος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[espinazo]], <i>Od</i>.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179<br /><b class="num">•</b>[[ijada]] ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).<br /><b class="num">2</b> bot. [[ortiga mayor]], [[Urtica dioica L.]], Nic.<i>Th</i>.52 (cf. [[ἀκνίδη]], κνίδη). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἄκνηστις]] (ιος), η (Α)<br />η σπονδυλική [[στήλη]] τών ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. οφείλεται σε [[κακό]] χωρισμό της λέξεως από τη [[συνεκφορά]] της στη φρ. [[κατά]] κνῆστιν</i> > <i>κατ</i>’ <i>ἄκνηστιν</i><br />δηλ. ο [[ορθός]] τ. της λ. [[είναι]] [[κνῆστις]] «[[μαχαίρι]] για το [[τρίψιμο]] του τυριού, [[ξύστρα]]». Δεν αποκλείεται όμως η λ. [[ἄκνηστις]] (με <i>ἀ</i>- προθετικό) να πλάστηκε για να γίνεται [[διάκριση]] τών δύο λ. στην ομηρική [[γλώσσα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A spine or backbone of animals, Od.10.161 (nisi leg. κατὰ κνῆστιν), A.R.4.1403; also τὸ μέσον τῆς ὀσφύος Poll.2.179. II stinging-nettle, = ἀκαλήφη, Nic.Th.52 (other expl. ap. Sch. ad loc.).
German (Pape)
[Seite 75] εως, ἡ (vgl. ἄκανος, ἄκανθα), 1) Rückgrat von Thieren, Hom. Od. 10, 161 κατ' ἄκνηστιν μέσα νῶτα (ἅπαξ εἰρημ.); Scholl. ὅτι αὐτὸς ἐπεξηγεῖται τί ἐστιν ἄκνηστις διὰ τοῦ εἰπεῖν μέσα νῶτα (aus Aristonic.); – Ap. Rh. 4, 1402. – 2) Pflanze, Nic. Th. 52.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκνηστις: -ιος, ἡ, (ἄκανος), ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῶν ζῴων, Ὀδ. Κ. 161. ΙΙ. εἶδος φυτοῦ, Νικ. Θ. 52.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
échine d’un animal.
Étymologie: DELG κνῆστις.
English (Autenrieth)
backbone, Od. 10.161†.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
1 espinazo, Od.10.161, A.R.4.1403, Poll.2.179
•ijada ἡ δὲ ἰξὺς λέγεται καὶ ἄ. Sch.Arat.28 (cf. κνῆστις).
2 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Nic.Th.52 (cf. ἀκνίδη, κνίδη).
Greek Monolingual
ἄκνηστις (ιος), η (Α)
η σπονδυλική στήλη τών ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό της λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν
δηλ. ο ορθός τ. της λ. είναι κνῆστις «μαχαίρι για το τρίψιμο του τυριού, ξύστρα». Δεν αποκλείεται όμως η λ. ἄκνηστις (με ἀ- προθετικό) να πλάστηκε για να γίνεται διάκριση τών δύο λ. στην ομηρική γλώσσα].