ταλάφρων: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=talafron
|Transliteration C=talafron
|Beta Code=tala/frwn
|Beta Code=tala/frwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ταλασίφρων]], <span class="bibl">Il.13.300</span>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.40</span>.</span>
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ, = [[ταλασίφρων]], Il.13.300, Opp.''H.''3.40.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1065.png Seite 1065]] ὁ, ἡ, verkürzte Form statt [[ταλασίφρων]], Il. 13, 300, [[πολεμιστής]].
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[à l'âme courageuse]].<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰλάφρων:''' 2, gen. ονος Hom. = [[ταλασίφρων]].
}}
{{ls
|lstext='''τᾰλάφρων''': ὁ, ἡ, συντετμημένον ἀντὶ [[ταλασίφρων]], Ἰλ. Ν. 30?, Ὀππ. Ἁλ. 3. 40.
}}
{{Autenrieth
|auten== [[ταλασίφρων]], Il. 13.300†.
}}
{{grml
|mltxt=και [[ταλαίφρων]] και [[ταλασίφρων]], -ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, [[καρτερικός]]<br /><b>2.</b> στον τ. [[ταλασίφρων]], συν. ως [[προσωνυμία]] του Οδυσσέως) [[καρτερόψυχος]] («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταλα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τάλας]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλόφρων]]. Πρόκειται πιθ. για κτητικό συνθ. σχηματισμένο από συμφυρμό του τ. [[ταλαπενθής]] με τα σύνθ. σε -<i>φρων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>έχέφρων</i>). Η λ. απαντά και με τις μορφές [[ταλασίφρων]] ([[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό σε -<i>σι</i>, [[πρβλ]]. [[παυσίπονος]]) και [[ταλαίφρων]] (για τη [[μορφή]] <i>ταλαι</i>- <b>βλ.</b> και λ. [[ταλαίπωρος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τᾰλάφρων:''' ὁ, ἡ, συντετμ. αντί <i>ταλασί-φρων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰλά-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [shortd. for [[ταλασίφρων]], Il.]
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλάφρων Medium diacritics: ταλάφρων Low diacritics: ταλάφρων Capitals: ΤΑΛΑΦΡΩΝ
Transliteration A: taláphrōn Transliteration B: talaphrōn Transliteration C: talafron Beta Code: tala/frwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ, = ταλασίφρων, Il.13.300, Opp.H.3.40.

German (Pape)

[Seite 1065] ὁ, ἡ, verkürzte Form statt ταλασίφρων, Il. 13, 300, πολεμιστής.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

τᾰλάφρων: 2, gen. ονος Hom. = ταλασίφρων.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλάφρων: ὁ, ἡ, συντετμημένον ἀντὶ ταλασίφρων, Ἰλ. Ν. 30?, Ὀππ. Ἁλ. 3. 40.

English (Autenrieth)

= ταλασίφρων, Il. 13.300†.

Greek Monolingual

και ταλαίφρων και ταλασίφρων, -ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός
2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα- (βλ. λ. τάλας) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων. Πρόκειται πιθ. για κτητικό συνθ. σχηματισμένο από συμφυρμό του τ. ταλαπενθής με τα σύνθ. σε -φρων (πρβλ. έχέφρων). Η λ. απαντά και με τις μορφές ταλασίφρων (κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό σε -σι, πρβλ. παυσίπονος) και ταλαίφρων (για τη μορφή ταλαι- βλ. και λ. ταλαίπωρος)].

Greek Monotonic

τᾰλάφρων: ὁ, ἡ, συντετμ. αντί ταλασί-φρων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰλά-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [shortd. for ταλασίφρων, Il.]