τετράδυμος: Difference between revisions

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetradymos
|Transliteration C=tetradymos
|Beta Code=tetra/dumos
|Beta Code=tetra/dumos
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fourfold</b>, <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.181</span>; <b class="b3">τ. τίκτειν</b> to bear <b class="b2">four at a birth</b>, <span class="bibl">Str.15.1.22</span>. (Cf. <b class="b3">δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος</b>.)</span>
|Definition=[ᾰ], ον, [[fourfold]], Opp.''C.''2.181; <b class="b3">τ. τίκτειν</b> to bear [[four at a birth]], Str.15.1.22. (Cf. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]].)
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] vierfaltig, vierfach, nach [[δίδυμος]] gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.
}}
{{ls
|lstext='''τετράδῠμος''': [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα [[ὁμοῦ]], Στράβ. 695. (-δυμος [[εἶναι]] φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ [[κατάληξις]], πρβλ. [[δίδυμος]], [[τρίδυμος]], [[ἑπτάδυμος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀμφίδυμος]]).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράδυμος]], -ον, Α<br />αυτός που γεννήθηκε [[μαζί]] με [[τρεις]] άλλους συγχρόνως και από την [[ίδια]] [[μητέρα]], [[καθένας]] από τους [[τέσσερεις]] αδελφούς που γεννήθηκαν στην [[ίδια]] [[γέννα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράδυμο</i><br /><b>ανατ.</b> τα [[τέσσερα]] υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται [[πάνω]] και [[πίσω]] από τον υδραγωγό του Σύλβιους<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράδυμα</i><br />[[τέσσερα]] [[παιδιά]] που προέρχονται από μία [[κύηση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τετράδυμη [[κύηση]]» — [[κύηση]] στην οποία υπάρχουν [[τέσσερα]] [[παιδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br />(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα [[σύνολο]]) ο [[τέσσερεις]] φορές όμοιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. του <i>δύ</i>-<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μος</i>, <b>βλ. λ.</b> [[δίδυμος]]), [[πρβλ]]. [[πεντάδυμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράδῠμος Medium diacritics: τετράδυμος Low diacritics: τετράδυμος Capitals: ΤΕΤΡΑΔΥΜΟΣ
Transliteration A: tetrádymos Transliteration B: tetradymos Transliteration C: tetradymos Beta Code: tetra/dumos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, fourfold, Opp.C.2.181; τ. τίκτειν to bear four at a birth, Str.15.1.22. (Cf. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος.)

German (Pape)

[Seite 1097] vierfaltig, vierfach, nach δίδυμος gebildet, Opp. Cyn. 2, 181.

Greek (Liddell-Scott)

τετράδῠμος: [ᾰ], -ον, τετραπλοῦς, Ὀππ. Κυν. 2. 181· τ. τίκτειν, τίκτειν τέσσαρα ὁμοῦ, Στράβ. 695. (-δυμος εἶναι φανερῶς ἐπιθετικὴ ἀριθμητικὴ κατάληξις, πρβλ. δίδυμος, τρίδυμος, ἑπτάδυμος, ὡσαύτως ἀμφίδυμος).

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράδυμος, -ον, Α
αυτός που γεννήθηκε μαζί με τρεις άλλους συγχρόνως και από την ίδια μητέρα, καθένας από τους τέσσερεις αδελφούς που γεννήθηκαν στην ίδια γέννα
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το τετράδυμο
ανατ. τα τέσσερα υποστρόγγυλα επάρματα της καλύπτρας του μεσεγκεφάλου που βρίσκονται πάνω και πίσω από τον υδραγωγό του Σύλβιους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράδυμα
τέσσερα παιδιά που προέρχονται από μία κύηση
3. φρ. «τετράδυμη κύηση» — κύηση στην οποία υπάρχουν τέσσερα παιδιά
αρχ.
(συν. για πράγματα όμοια που αποτελούν ένα σύνολο) ο τέσσερεις φορές όμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + δυμος (< θ. του δύ-ο + επίθημα -μος, βλ. λ. δίδυμος), πρβλ. πεντάδυμος].