ἑτερόγναθος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(14)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eterognathos
|Transliteration C=eterognathos
|Beta Code=e(tero/gnaqos
|Beta Code=e(tero/gnaqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with one side of the mouth harder than the other</b>, [<b class="b3">ἵπποι</b>] <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.9</span>, al.; glossed by <b class="b3">ἀπειθής, ἢ ἄπληστος</b>, Phot.</span>
|Definition=ἑτερόγναθον, [[with one side of the mouth harder than the other]], ([[ἵπποι]]) X.''Eq.''1.9, al.; glossed by <b class="b3">ἀπειθής, ἢ ἄπληστος</b>, Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] [[ἵππος]], ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] [[ἵππος]], ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d'un côté que de l'autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑτερόγνᾰθος:''' [[имеющий рот]], [[обе стороны которого неодинаковы по мягкости]] ([[ἵππος]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτερόγνᾰθος''': ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· [[σκληρόστομος]]. [[ἀπειθής]]. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «[[ἑτερόγναθος]] ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ [[ἄπληστος]] καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».
|lstext='''ἑτερόγνᾰθος''': ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, [[ἵππος]] Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· [[σκληρόστομος]]. [[ἀπειθής]]. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «[[ἑτερόγναθος]] ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ [[ἄπληστος]] καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont la bouche est plus dure <i>ou</i> plus tendre d’un côté que de l’autre <i>en parl. de cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[γνάθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόγναθος]], -ον (Α)<br />(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]]].
|mltxt=[[ἑτερόγναθος]], -ον (Α)<br />(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γνάθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑτερόγνᾰθος:''' ὁ, αυτός που έχει τη [[μία]] γνάθο σκληρότερη από την [[άλλη]], [[ἵππος]], σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,<br />with one [[side]] of the [[mouth]] harder [[than]] the [[other]], [[ἵππος]] Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:05, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγνᾰθος Medium diacritics: ἑτερόγναθος Low diacritics: ετερόγναθος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΝΑΘΟΣ
Transliteration A: heterógnathos Transliteration B: heterognathos Transliteration C: eterognathos Beta Code: e(tero/gnaqos

English (LSJ)

ἑτερόγναθον, with one side of the mouth harder than the other, (ἵπποι) X.Eq.1.9, al.; glossed by ἀπειθής, ἢ ἄπληστος, Phot.

German (Pape)

[Seite 1048] ἵππος, ein Pferd, dessen eine Seite des Maules zu hart oder zu weich zum Lenken ist, Xen. re equ. 1, 9. 2, 5. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche est plus dure ou plus tendre d'un côté que de l'autre en parl. de cheval.
Étymologie: ἕτερος, γνάθος.

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγνᾰθος: имеющий рот, обе стороны которого неодинаковы по мягкости (ἵππος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, ἔχων τὴν μίαν γνάθον σκληροτέραν τῆς ἄλλης, ἵππος Ξεν. Ἱππ. 1. 9., 3. 5., 6. 9. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ετερόγναθος· σκληρόστομος. ἀπειθής. ἐπὶ τῶν ἵππων», κατὰ δὲ τὸν Φώτιον «ἑτερόγναθος ὁ ἀπειθὴς ἢ ὁ ἄπληστος καὶ ἀμφοτέραις ταῖς γνάθοις ἐσθίων».

Greek Monolingual

ἑτερόγναθος, -ον (Α)
(για ίππο) αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + γνάθος].

Greek Monotonic

ἑτερόγνᾰθος: ὁ, αυτός που έχει τη μία γνάθο σκληρότερη από την άλλη, ἵππος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἑτερό-γνᾰθος, ὁ,
with one side of the mouth harder than the other, ἵππος Xen.